«Λαθών ετέχθης υπό τό Σπήλαιον, αλλ' ουρανός σε πάσιν εκήρυξεν, ώσπερ στόμα, τόν Αστέρα προβαλλόμενος Σωτήρ, Καί Μάγους σοι προσήνεγκεν, εν πίστει προσκυνούντάς σε, μεθ' ών ελέησον ημάς.»
Τον μυστικό Επισκέπτη, τον Επουράνιο Βασιλέα, τον Δημιουργό πάσης της κτίσεως, τον συνομιλητή του Αδάμ στον Παράδεισο, τον σαρκωθέντα Λόγο του Θεού και κοινωνό και πάλι των ανθρώπων, δοξάζουμε και προσκυνούμε και υμνούμε σήμερα...
μαζί με τους Μάγους, τους Ποιμένες και τους Αγγέλους, τον πρόξενο της σωτηρίας όχι μόνον του ανθρώπινου γένους αλλά και ολόκληρης της κτίσεως, τον υπομείναντα την άκρα ταπείνωση, την κένωση της Θεότητάς Του και την πρόσληψη της ανθρώπινης φύσεως, αυτόν που σήμερα γεννάται λαθών, κρυφά, αθόρυβα και ταπεινά, μέσα στο άσημο σπήλαιο της Βηθλεέμ.
Με την ανυπέρβλητη σοφία του τρόπου της Γεννήσεώς Του ξαφνιάζει τους Μάγους, τους σοφούς του κόσμου. Με την άδηλη και αθόρυβη παρουσία Του αιφνιδιάζει τους Γραμματείς και Φαρισαίους, τους ερμηνευτές των Γραφών. Με την ιδέα και μόνο της εκπλήρωσης των προφητειών και με την βεβαιότητα των εξ ανατολής επισκεπτών Του, ότι γεννήθηκε ο Βασιλεύς του Ισραήλ, ταράζει τον Ηρώδη, τον κραταιό βασιλέα. Με το μέγεθος του θαύματος της επί γης παρουσίας Του, του ίδιου του Θεού, γεμίζει με χαρά και αγαλλίαση τους Αγγέλους, τους λειτουργούς του Υψίστου. Με την απλότητα του γεγονότος θερμαίνει τις καρδιές των Ποιμένων, των άδολων και απονήρευτων ανθρώπων. Αλλά και με την απαρχή της λυτρωτικής πορείας του κόσμου, της ανατροπής δηλαδή του έργου της φθοράς και του θανάτου, των συνεπειών της αμαρτίας, ανασταίνει την ελπίδα σε όλους εμάς, τους προσκυνητές του Μυστηρίου της Σωτηρίας.
«Λαθών ετέχθης υπό το σπήλαιον…». Έρχεται αθόρυβα, σιωπηλά, χωρίς τυμπανοκρουσίες, απογυμνωμένος από την Θεϊκή Του Δόξα. Και διαλέγει τον τρόπο αυτό με σκοπό να προσεγγίσει και πάλι τον άνθρωπο, σε μια συνάντηση ειρηνική, ήρεμη, και προπάντων ελεύθερη. Διαλέγει τον τρόπο αυτό για να μη συντρίψει η Θεϊκή Του παρουσία την ανθρώπινη υπόσταση. Όχι για να επιβληθεί ως Παντοδύναμος, ούτε για να υπερισχύσει ως Θεός, αλλά για να γίνει κοινωνός του πόνου, της θλίψης, της αγωνίας και της ταλαιπωρίας όλων μας, για να γευτεί μαζί μ΄ εμάς την πίκρα του θανάτου, για να συμμετάσχει μαζί μ΄ εμάς στην «αποκαραδοκία των εθνών», την προσμονή αλλά και την εκπλήρωση της Λύτρωσης. Έρχεται για να μας πει «είμαι εδώ, πιστέψτε με, ενωθείτε μαζί μου, για να ζήσετε την παρουσία της Βασιλείας μου, για να γευτείτε τον Παράδεισο, την ανείπωτη χαρά της κοινωνίας μαζί μου από τώρα, αλλά και αιώνια»!
Ποιος άλλος λόγος Τον ώθησε να πάρει «μορφήν δούλου», πέρα από την ανείπωτη αγάπη Του προς τον άνθρωπο; Ποιος άλλος πέρα από την άπειρη ευσπλαγχνία Του; Ποιος εκτός από την ανυπέρβλητη φιλανθρωπία Του; Ή μήπως άλλος από την θέλησή Του να ζήσουμε και πάλι κοντά Του;
Γιατί αυτός ακριβώς είναι ο σκοπός της Γεννήσεως του Θεανθρώπου Κυρίου Ιησού Χριστού: η αποκατάσταση της αγαπητικής κοινωνίας του ανθρώπου με τον Θεό. Γιατί σκοπός της δημιουργίας του ανθρώπου δεν είναι ο πόνος, η θλίψη, η φθορά και ο θάνατος, αλλά η σύνδεση όλης της κτίσεως, ορατής και αόρατης, υλικής και πνευματικής, έλλογης και μη, με τον Κτίστη και Δημιουργό, η κοινωνία της αγάπης με Αυτόν, η ελεύθερη κοινωνία μαζί Του.
Αυτός ήταν ο Παράδεισος, όχι απλά και μόνο κάποιος τόπος κατοικίας του ανθρώπου, αλλά κυρίως ο τρόπος της ζωής του, της κοινωνίας του με τον άλλο και με τον Θεό, της χαράς, της ασφάλειας και της αμεριμνησίας που προσέφερε στον κτιστό άνθρωπο.
Έρχεται «λαθών», διακριτικά, αλλά παράλληλα αφήνει τα σημεία της παρουσίας Του, ώστε οι έχοντες ώτα να Τον ακούσουν, οι έχοντες μάτια να Τον δουν, οι έχοντες πόδια να τρέξουν κοντά Του, οι έχοντες χέρια να Τον ψηλαφήσουν, οι έχοντες καρδιά να Τον αισθανθούν, οι έχοντες νου να Τον καταλάβουν, οι έχοντες πίστη να Τον ζήσουν, οι έχοντες ψυχή να Τον γευτούν «εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωήν αιώνιον».
Μυστικά και αθόρυβα προετοίμαζε επί αιώνες το σχέδιο της Θείας Οικονομίας, την λυτρωτική πραγμάτωση της υποσχέσεώς Του στους εξόριστους του Παραδείσου. Έστειλε τους Προφήτες, για να πουν στους ανθρώπους αυτά που έμελλε να συμβούν. Έστειλε τους Δίκαιους για να τους διδάξει την αλήθεια και την δικαιοσύνη. Έσωσε τον λαό Του από την δοκιμασία της ερήμου, τους έστειλε μάννα εξ ουρανού, τους πότισε ύδωρ εκ πέτρας, τους ανέδειξε νικητές ενάντια στους εχθρούς τους και τους έδωσε τον γραμμένο με το θεϊκό Του χέρι Νόμο, για να τους δείξει ότι είναι μαζί τους και ότι μόνο κοντά Του βρίσκεται η ασφάλεια και η σωτηρία. Γι΄ αυτό και όταν Τον εγκατέλειψαν απέστρεψε την χείρα Του την κραταιά και επέτρεψε την υποταγή τους στα βάρβαρα έθνη, τον εξανδραποδισμό τους, την υποδούλωσή τους, τη θλίψη, τον πόνο και την ταλαιπωρία.
Όμως και πάλι δεν τους εγκατέλειψε, κινούμενος από την άπειρη αγάπη Του. Κάθε τους δοκιμασία ήταν παιδαγωγία και την διαδεχόταν περίοδοι χάριτος, καταλλαγής, συμφιλίωσης μαζί Του. Γιατί η πορεία τους αυτή, μέσα από την πίστη και την άρνηση, μέσα από την δοκιμασία και την σωτηρία, μέσα από την αποστασιοποίηση και την επαναπροσέγγιση του Θεού, αποσκοπούσε στην προετοιμασία τους για να δεχτούν αυτοί, αλλά και όλος ο κόσμος, την λυτρωτική Του Ενανθρώπηση.
«Θεόν ουδείς εώρακε πώποτε». Πάντοτε όμως ήταν και είναι παρών με τρόπο διακριτικό αλλά και τόσο αδιαμφισβήτητο. Γιατί περισσότερη σημασία από την ηθική αποκατάσταση των πραγμάτων έχει η ελεύθερη κίνηση του ανθρώπου προς Αυτόν, χωρίς εξαναγκασμό, χωρίς την κατάργηση της επιλογής ανάμεσα στην υπακοή ή την άρνηση του θελήματός Του. Είναι παρών σε κάθε στιγμή της ανθρώπινης ιστορίας και παραμένει πάντοτε «λαθών», χωρίς να επιβάλλει ή να επιβάλλεται.
Μήπως δεν λανθάνει ο τρόπος της συλλήψεώς Του, από την Αειπάρθενο Θεοτόκο Μαρία; Ποιος μπορεί να κατανοήσει τον τρόπο της Ενανθρωπήσεώς του; Ποιος μπορεί να φανταστεί το μέγεθος της κενώσεως της Θεϊκής Του φύσεως, προκείμένου όχι απλά να χωρέσει μέσα στην ανθρώπινη υπόσταση και παρουσία, αλλά να προσλάβει, ισότιμα θα λέγαμε, ολόκληρη την ανθρώπινη φύση εκτός αμαρτίας; Ποιος μπορεί να διανοηθεί το πώς η Παρθένος συλλαμβάνει άνευ ανδρός, εκ Πνεύματος Αγίου, τον Θεάνθρωπο Σωτήρα μας;
Κι όμως, έτσι έπρεπε να γίνει. Για να αποτελέσει η Σωτηρία έργο όχι μόνο του Θεού, ούτε μόνο του ανθρώπου, αλλά συμφωνία και συνεργασία Θεού και ανθρώπων.
Πολλοί αναρωτιούνται γιατί άραγε ο Θεός δεν συγχώρησε απλά τον Αδάμ για την παρακοή του, ώστε ο κόσμος να μην υποστεί την τόσο μεγάλη δοκιμασία. Αν προσέξουμε όμως τη διήγηση της Γενέσεως, θα δούμε ότι ο Θεός κινήθηκε προς την κατεύθυνση αυτή. Ζήτησε από τους Πρωτόπλαστους τον λόγο της παρακοής και περίμενε μια κίνηση μεταμέλειας και συγγνώμης. Αντί αυτού όμως, την παρακοή διαδέχεται η σκληροκαρδία: η Εύα ρίχνει την ευθύνη στον όφι και ο Αδάμ στον ίδιο τον Θεό, που του έδωσε την γυναίκα που τον παρέσυρε. Έτσι λοιπόν το ζητούμενο της αποκατάστασης της αγαπητικής σχέσεως Θεού και ανθρώπου ξέφυγε από τα πλαίσια της συγγνώμης. Για τον λόγο αυτό δεν ήταν πλέον η σωτηρία θέμα ηθικής τελείωσης, δεν ήταν δυνατό να επιτευχθεί με την προσπάθεια του ανθρώπου, ακόμα κι αν ο κόσμος δεν πορεύονταν από τότε διαρκώς στο δρόμο της φθοράς και της αμαρτίας, ακόμα κι αν θεωρήσουμε πως όλοι οι άνθρωποι ουδέποτε θα αμάρταναν έκτοτε, πράγμα ανέφικτο και ιστορικά ανεφάρμοστο.
Ήταν λοιπόν η παρέμβαση του Θεού απαραίτητη. Δεν μπορούσε όμως η σωτηρία να είναι έργο μόνο της παντοδυναμίας και της βούλησης του Θεού, γιατί τότε θα ακύρωνε την ελευθερία του ανθρώπου, αυτή που ο ίδιος ο Δημιουργός τού προσέφερε. Γι αυτό ο Θεός ανέχτηκε ανέκαθεν την κακία του κόσμου, γιατί σέβεται και δεν παραβιάζει την ελευθερία του ανθρώπου. Γι αυτό μέχρι και σήμερα ανέχεται την αδικία, την δυστυχία, την καταστροφή και τον θάνατο, τις συμφορές που προκαλεί στον κόσμο ο ανθρώπινος εγωισμός και όχι η δική Του αδιαφορία.
Έρχεται στον κόσμο ο Θεός «λαθών». Μυστικά, με τρόπο ανεξήγητο και ανεκδιήγητο, ενώνεται με την ανθρώπινη φύση με τρόπο δημιουργικό, λαμβάνοντας με την επενέργεια του Αγίου Πνεύματος τα συστατικά «εκ των παρθενικών αιμάτων της αγίας Θεοτόκου», ώστε να προέλθει ένας καινούριος άνθρωπος, τέλειος κατά πάντα εκτός αμαρτίας, ο νέος Αδάμ, ο Θεάνθρωπος Κύριος Ιησούς Χριστός. Έτσι ακριβώς Τον δέχεται η Ορθόδοξη Εκκλησία διά στόματος των αγίων Πατέρων, που στον Όρο -την δογματική δηλαδή διατύπωση- της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου διακηρύσσουν τα εξής:
«Επόμενοι τοίνυν τοις αγίοις Πατράσιν, ένα και τον αυτόν ομολογείν Υιόν τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόνσυμφώνως άπαντες εκδιδάσκομεν, τέλειον τον αυτόν εν θεότητι και τέλειον τον αυτόν εν ανθρωπότητι, Θεόν αληθώς και άνθρωπον αληθώς τον αυτόν εκ ψυχής λογικής και σώματος, ομοούσιον τω Πατρί κατά την θεότητα και ομοούσιον ημίν κατά την ανθρωπότητα, κατά πάντα ομοούσιον ημίν χωρίς αμαρτίας. Προ αιώνων μεν εκ του Πατρός γεννηθέντα κατά την θεότητα, επ’ εσχάτων δε των ημερών τον αυτόν δι’ ημάς και διά την ημετέραν σωτηρίαν εκ Μαρίας της παρθένου της Θεοτόκου κατά την ανθρωπότητα, ένα και τον αυτόν Χριστόν, υιόν, κύριον, μονογενή, εν δύο φύσεσιν ασυγχύτως, ατρέπτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως γνωριζόμενον, ουδαμού της των φύσεων διαφοράς ανηρημένης διά την ένωσιν, σωζομένης δε μάλλον της ιδιότητος εκατέρας φύσεως και εις έν πρόσωπον και μίαν υπόστασιν συντρεχούσης, ουκ εις δύο πρόσωπα μεριζόμενον ή διαιρούμενον, αλλ’ ένα και τον αυτόν υιόν μονογενή, Θεόν Λόγον, Κύριον Ιησούν Χριστόν, καθάπερ άνωθεν οι προφήται περί αυτού και αυτός ημάς Ιησούς Χριστός εξεπαίδευσεν και το των Πατέρων ημίν παρέδωκε Σύμβολον».
Ενώνεται ο Θεός με τον άνθρωπο σε μια ένωση μυστική αλλά και ελεύθερη, αφού στο πρόσωπο της Παναγίας, στο «ιδού η δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου» που είπε στον Άγγελο, αναγνωρίζουμε την συναίνεση του ανθρώπου στο σωτήριο σχέδιο, στην λυτρωτική πρωτοβουλία του Θεού. Και στο πρόσωπο πλέον του Ιησού, μετά την Γέννηση, συνεχίζει να υφίσταται η συμφωνία, η συναίνεση και η σύμπραξη του ανθρώπου με τον Θεό για την εκπλήρωση του σκοπού αυτού.
«Λαθών» γεννιέται, διέρχεται την «κεκλεισμένη πύλη» των προφητειών με τρόπο και πάλι ανεξήγητο, που αφήνει άθικτη την Αειπάρθενο Μαρία. Δεν προκαλεί αγωνία, ούτε πόνο, ούτε φθορά στην Μητέρα Του, αλλά γεννιέται με τρόπο μυστήριο και υπερφυσικό, όπως μυστήριος και υπερφυσικός ήταν και ο τρόπος της συλλήψεώς Του. Γεννιέται «λαθών», μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, απρόσκλητος, ίσως και ξεχασμένος μέσα στην παραφροσύνη του κόσμου, έρχεται ήρεμα και ανεπαίσθητα, χωρίς να φανερωθεί η Θεϊκή Του υπόσταση, προσφέροντας όμως τα σημάδια της παρουσίας Του, δηλαδή τον Αστέρα, τους Αγγέλους και τους Μάγους.
Γεννιέται «λαθών», αφού ξεφεύγει της προσοχής ακόμα και των Γραμματέων και Φαρισαίων, εκείνων που όχι μόνο γνώριζαν ότι πρόκειται να έλθει, αλλά λογικά πρέπει να Τον περίμεναν με προσμονή ανυπόμονη, με χαρμόσυνη προσδοκία. Ξενίζει όλους το γεγονός ότι ενώ γνωρίζουν και ερμηνεύουν σωστά τις Γραφές, παραμένουν τυφλοί μπροστά στην πραγματοποίηση των προφητειών, αποδεικνύονται ασυγκίνητοι από το θαύμα της εκπλήρωσης της προσδοκίας του ανθρώπινου γένους, δεν έχουν ούτε την απλή περιέργεια να εξετάσουν το γεγονός, για να αποφανθούν έστω, ως οι μόνοι ασφαλείς ερμηνευτές των Γραφών, περί της αλήθειας ή μη του γεγονότος που ξεδιπλώνεται μπροστά τους.
«Λαθών» ζει όλα τα χρόνια της επί γης παρουσίας Του, ξεφεύγοντας όχι μόνο από την προσοχή αλλά και από την κακία των ανθρώπων. Γίνεται πρόσφυγας, εξόριστος από την γη που ο ίδιος έδωσε στον περιούσιο λαό Του, προκειμένου να ξεφύγει από τη θηριώδη μανία του Ηρώδη, αυτού που πίστεψε μεν ότι πράγματι κάτι καινοφανές συμβαίνει, αλλά είδε την Γέννηση του Βασιλέως του Ισραήλ όχι ως σωτηρία αλλά ως απειλή της ίδιας του της υπόστασης και κυριαρχίας.
Απαρατήρητος μεγαλώνει στη Ναζαρέτ, μέχρι που αποφασίζει ότι ήλθε η ώρα να αποκαλύψει στους ανθρώπους την αλήθεια, τον δρόμο της μετανοίας, τον τρόπο της επιστροφής του ανθρώπου στην σπλαγχνική αγκαλιά του Θεού. Ξεφεύγει από την προσοχή των Φαρισαίων και των Γραμματέων, που περιφρονούν το κήρυγμά Του, αδιαφορούν για τις αλήθειες που διδάσκει, λοιδορούν όσους τολμούν να Τον πιστέψουν, τον θεωρούν λαοπλάνο και προσπαθούν πολλές φορές να Τον βλάψουν. Αλλά και πάλι δεν αποκαλύπτεται πλήρως. Συνεχίζει να κρύβει την Θεϊκή Του υπόσταση, προσφέροντας παράλληλα τα σημάδια ώστε να Τον αναγνωρίσουν, τα πολλά και υπεράνω κάθε ανθρώπινης δύναμης θαύματά Του, για να μη γίνει η πίστη καταναγκασμός αλλά ελεύθερη επιλογή. Κάνει το πρώτο βήμα και περιμένει τη σειρά του ανθρώπου.
Γεννιέται «λαθών» και πεθαίνει «λαθών», χωρίς και τότε να αποκαλύψει την Θεότητά Του. Δεν φανερώνεται όταν τον προκαλούν και όταν τον εξορκίζουν να μιλήσει στο συνέδριο των παρανόμων, στην αυλή του Άννα και του Καϊάφα. Δεν δειλιάζει στους εμπτυσμούς και τα ραπίσματα. Δεν ομολογεί ενώπιον του Πιλάτου, δεν πειθαρχεί στην εξουσία του. Δεν υποκύπτει στις μαστιγώσεις, ούτε στο αγκάθινο στεφάνι των στρατιωτών. Δεν απαντά στην ειρωνική πρόκληση των Φαρισαίων, να κατέβει από το σταυρό αν είναι Υιός του Θεού. Όχι γιατί δεν μπορεί, αλλά επειδή δεν θέλει, ακόμα και τώρα, να καταπατήσει την ελευθερία του ανθρώπου, για να μην τον υποχρεώσει καταναγκαστικά να υποκύψει μπροστά στο μεγαλείο της Θεότητάς Του, για να μην τον κάνει να πιστέψει από φόβο αλλά από αγάπη. Γιατί «η αγάπη έξω βάλλει τον φόβον».
* * *
«Λαθών» ετέχθη λοιπόν ο Λυτρωτής του κόσμου, «λαθών» διήλθε ανάμεσα στους ανθρώπους της εποχής Του, «λαθών» υπέμεινε το Πάθος και ενήργησε την Ανάσταση. «Λαθών» όμως γεννιέται και σήμερα, είκοσι αιώνες μετά, ανεχόμενος τόσο την αδιαφορία όσο και την απιστία του κόσμου αλλά και δεχόμενος με αγάπη αυτούς που Τον αποδέχονται με πίστη αληθινή.
«Λαθών» γεννιέται και σήμερα, αποφεύγοντας, όπως και τότε, κάθε θόρυβο, κάθε δημοσιότητα, κάθε τυμπανοκρουσία. Μέσα στο θόρυβο του κόσμου αναζητεί μια φιλόξενη φάτνη για να γεννηθεί και πάλι, προσφέροντας την προοπτική της Λύτρωσης και της Σωτηρίας. Η εικονική πραγματικότητα της φωταγωγίας, των μουσικών, του καταναλωτισμού, της διασκέδασης, των δώρων και των τυπικά επαναλαμβανόμενων ευχών δεν μπορεί να είναι αληθινή, αν δεν μπορέσουμε να Του προσφέρουμε ένα τόπο μικρό, ταπεινό και διακριτικό για να γεννηθεί.
Τι νόημα θα είχαν τα Χριστούγεννα, αν ο Χριστός δεν είχε γεννηθεί; Τι θα ήταν αυτό που θα μας έδινε την ευκαιρία για όλες τις κοινωνικές αναστροφές των ημερών, για την χαρά που όλοι προσπαθούν τούτες τις ημέρες να βιώσουν, πολλοί, δυστυχώς, «ου κατ’ επίγνωσιν»; Είναι να απορεί κανείς μπροστά στο παράδοξο των ημερών, όταν παρατηρεί την χαρά και την φωταγωγία των ημερών, ενώ παράλληλα αντιλαμβάνεται ότι για πολλούς δεν αποτελούν παρά ένα ευχάριστο διάλειμμα της ρουτίνας των βιοτικών μεριμνών, ένα περίτεχνο, όμορφο και φανταχτερό περιτύλιγμα χαράς, από το οποίο όμως λείπει το περιεχόμενο, η αιτία δηλαδή της αληθινής χαράς. Αυτός είναι και ο λόγος που όταν παρέλθουν τούτες οι ημέρες, ο βίος μας συνεχίζει και πάλι με τους ίδιους ρυθμούς, χωρίς να έχει αλλάξει κάτι μέσα μας, χωρίς να έχει συνειδητοποιηθεί το νόημα της μεγάλης δωρεάς του Θεού στον κόσμο.
Ο Χριστός γεννιέται «λαθών», μυστικά, απαρατήρητα για τους πολλούς, μακριά από κάθε θόρυβο. Έτσι γεννήθηκε στη Βηθλεέμ του Καίσαρα και του Ηρώδη, έτσι γεννιέται και σήμερα. Αυτό δεν μπορεί να αλλάξει. Και δεν αλλάζει γιατί τελικά η Γέννησή Του δεν είναι εκδήλωση που έρχεται και ξεχνιέται, ούτε γεγονός που ανακηρύσσεται από επίσημα χείλη, για να το προσέξουν οι υπόλοιποι. Γεννιέται και σήμερα μυστικά, γιατί αποσκοπεί και πάλι να μας συναντήσει, να Τον αποδεχτούμε και να μας δεχτεί και πάλι κοντά Του, να μας ελκύσει με την Χάρη Του, να μας δώσει την δική Του ειρήνη, να μας προσφέρει την λύτρωση, να μας ξαλαφρώσει από το βαρύ φορτίο της προσωπικής μας ζωής, να μας ξεκουράσει με το ύδωρ της αγάπης Του και να μας προσφέρει την προοπτική και την βεβαιότητα της αποκατάστασης «εις το αρχαίον κάλλος».
Γεννιέται «λαθών» μέσα σε φάτνες σάρκινες, στις καρδιές όλων μας, αρκεί εμείς να το θελήσουμε, αρκεί εμείς να το επιτρέψουμε, αρκεί εμείς να Τον αποδεχτούμε, να Τον αγκαλιάσουμε και να Τον προσκυνήσουμε, μαζί με τους Αγγέλους, τους ποιμένες και τους Μάγους. Αναζητά καρδιές ταπεινές, έτοιμες να δεχτούν την παρουσία Του, να κοινωνήσουν την αγάπη Του, να πλημμυρίσουν από την χαρά της κοινωνίας μαζί Του. Ψάχνει για να βρει μια φάτνη από πίστη σταθερή, λίγα άχυρα από ταπείνωση καταδεκτική και δυο σπάργανα από αγάπη θυσιαστική. Ψάχνει ανάμεσά μας για να ανακαλύψει τον όνο της υπακοής, που θα Τον σηκώσει στις πλάτες του και θα δεχτεί τον «χρηστό» ζυγό Του, αλλά και τον βού της υπομονής, που θα σύρει το πνευματικό Του άροτρο στα άγονα χωράφια της ψυχής μας. Περιμένει να αναγνωρίσει στα πρόσωπά μας την απλότητα των Ποιμένων, που πίστεψαν στο θαύμα, δέχτηκαν τη χαρμόσυνη αναγγελία του Αγγέλου και καταξιώθηκαν να γίνουν μάρτυρες και προσκυνητές των Μυστηρίων του Θεού.
Περιμένει να ακούσει και από τα δικά μας χείλη τον ύμνο των αγγέλων, το «Δόξα εν Υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία». Περιμένει τη δοξολογία μας, την εγκαθίδρυση της δικής του ειρήνης μέσα στις καρδιές μας και την βίωση της αληθινής, αμείωτης χαράς. Περιμένει ακόμα τα δικά μας δώρα, τα αντίστοιχα των Μάγων. Του προσέφεραν χρυσό, σαν σε βασιλέα, και είναι ο Βασιλεύς του ουρανού και της γης. Μας προσφέρει την πατρική Του αγάπη και περιμένει όχι τον φόβο, αλλά την αγάπη μας, που αρμόζει στους υιούς της Βασιλείας Του. Του προσέφεραν οι Μάγοι λιβάνι, επειδή είναι Θεός, κι εμείς δεν μένει παρά να Του προσφέρουμε την πίστη μας. Του προσέφεραν τέλος σμύρνα, διότι έμελλε να πεθάνει και να ταφεί, «υπέρ της του κόσμου σωτηρίας», κι εμείς δεν έχουμε παρά να Του προσφέρουμε την ταπείνωσή μας, που έχει τη δύναμη να μας κάνει να υπομένουμε τις θλίψεις αλλά και να διερχόμαστε μαζί Του από τον τάφο στην Ανάσταση.
Το χρυσάφι της αγάπης, το λιβάνι της πίστης και τη σμύρνα της ταπεινώσεως ζητά ο τεχθείς Κύριος Ιησούς Χριστός από εμάς και τούτα τα Χριστούγεννα,
αγαπητοί μου αδελφοί,
τα μόνα δώρα που μπορούμε να Του προσφέρουμε, τα μόνα που Του ταιριάζουν. Και αν αυτά τα δώρα της μικρής μας υπόστασης αξίζουν στον Κύριο και Θεό του παντός, τότε δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είναι και τα καταλληλότερα, τα πιο ανεκτίμητα, που μπορούμε να προσφέρουμε και στους συνανθρώπους μας. Στην εποχή του καταναλωτισμού, στην απρόσωπη καθημερινότητα των σύγχρονων κοινωνιών, στην εσωστρέφεια και καχυποψία που επικρατεί, η πίστη, η αγάπη και η ταπείνωση αποτελούν τελικά το ζητούμενο, είναι οι ανεκτίμητοι, οι χαμένοι θησαυροί μας.
Ας είναι πλέον η ζωή μας ζωή με τον Χριστό, ας διώξουμε από πάνω μας τη σκόνη της πολυκαιρίας των παθών μας, ας ενδυθούμε πνευματικά με την ακένωτη χαρά της επί γης παρουσίας του Λυτρωτή του κόσμου. Ας ξεκινήσουμε σήμερα, μυστικά και αθόρυβα, όπως «λαθών» ήλθε ανάμεσά μας ο Σωτήρας μας. Και προπάντων, ας αποτελέσει η σημερινή εορτή απαρχή της πνευματικής μας αναγεννήσεως, ώστε παράλληλα με το εορταστικό κλίμα και πνεύμα των ημερών, να συμμετάσχουμε στην εσωτερική και ουσιαστική χαρά, αυτή που πολύ εύστοχα ο υμνογράφος τονίζει:
«Ο ουρανός καί η γή, σήμερον προφητικώς εφραινέσθωσαν. Άγγελοι καί άνθρωποι, πνευματικώς πανηγυρίσωμεν, ότι Θεός εν σαρκί επέφανε, τοίς εν σκότει καί σκιά καθημένοις, γεννηθείς εκ γυναικός, Σπήλαιον καί φάτνη υπεδέξαντο αυτόν, Ποιμένες τό θαύμα ανακηρύττουσι, Μάγοι εξ Ανατολών, εν Βηθλεέμ δώρα προσάγουσιν, ημείς δέ τόν αίνον αναξίοις χείλεσιν, αγγελικώς αυτώ προσάξωμεν, Δόξα εν υψίστοις Θεώ, καί επί γής ειρήνη, ήλθε γάρ η προσδοκία τών εθνών, ήλθεν, έσωσεν ημάς, εκ τής δουλείας τού εχθρού.» Αμήν