Ανάσταση και αναστάσιμα ΝΕΟ ΑΣΤΡΟ

Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν,
θανάτῳ θάνατον πατήσας
καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι
ζωὴν χαρισάμενος. 

 

Ὁ Χριστὸς ἀνεστήθη ἀπὸ τοὺς νεκρούς, ἀφοῦ ἐνίκησε καὶ κατήργησε τὸ θάνατο μὲ τὸ δικό του θάνατο ἐπάνω στὸ Σταυρὸ κι ἔτσι ἐχάρισε σ᾿ αὐτοὺς ποὺ ἦσαν θαμμένοι στὰ μνήματα τὴν αἰώνιο ζωή.
Χαρὰ ἀνέκφραστη καὶ θρίαμβος πρωτοφανὴς ἐπικρατεῖ σήμερα στὶς στις τάξεις τῶν στρατευομένων καὶ θριαμβευόντων μελῶν τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.   Ἠχοῦν χαρμόσυνα οἱ καμπάνες τῶν ἱερῶν ναῶν καὶ ὁ ἦχος τους φθάνει στοὺς μακρυνοῦς ὁρίζοντες σὰν συμβολικὸς ἀντίλαλος τῆς μουσικῆς συνθέσεως, ποὺ ἐκτελοῦν σὲ ρυθμὸ πανηγυρικὸ οἱ ψυχὲς τῶν χριστιανῶν. Μυριόστομος ἐπαναλαμβάνεται ὁ ἐπικολυρικὸς ὕμνος τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ἐκφράζει καὶ νίκη καὶ σωτηρία. Καὶ μαζὺ μὲ τὶς ἱερὲς ψαλμωδίες ὑψοῦνται μὲ φλόγα σταθερὴ οἱ πασχαλινὲς λαμπάδες τῶν χριστιανῶν, σὰν ἄλλος συμβολισμὸς τοῦ φωτὸς ποὺ καίει στὶς καρδιές τους μετὰ τὴν ἀνατολὴ τοῦ Αἰωνίου Φωτὸς ἀπὸ τὸν κενὸ τάφο.
Ρήματα, οὐρανόπεμπτου ἀγγέλου ἀκοῦνε αἱ Μυροφόροι καὶ ἀποροῦν. «Ἡγέρθη, οὐκ ἔστιν ὧδε· ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν» (Μαρκ. ιστ´, 6). Αὐτῶν τῶν λόγων εἶναι ποιητικὴ διατύπωσι καὶ μελωδικὴ ἔκφρασι ὁ ὕμνος τῆς Ἐκκλησίας «Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν...». Χριστὸς ἀνέστη, λοιπόν. Ἡ μεγαλύτερη, ἡ ἱερώτερη, ἡ λαμπρότερη καὶ ἡ ἐνδοξότερη ψαλμικὴ ἔκφραση τοῦ θριάμβου τῆς πίστεώς μας. Ἀνέστη ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Ὁ Ἐσταυρωμένος Λυτρωτὴς καὶ Διδάσκαλος. Τὰ φρικτὰ πάθη καὶ ἡ τριήμερη ταφή του παραμερίσθηκαν πρὸς στιγμὴ καὶ ἡ ἔνδοξη Ἀνάστασί του καθίσταται τὸ κέντρον ὁλοκλήρου τοῦ κόσμου. Τὸ βαρὺ σύννεφο ποὺ εἶχε σκεπάσει τὴν καρδιὰ τῶν μαθητῶν διαλύεται, καὶ προβάλλει ἐλπιδοφόρος καὶ δυνατὴ ἡ Ἀνάστασι τοῦ Κυρίου, γιὰ νὰ θερμάνη τὶς καρδιές τους, νὰ ἀναζωογονήση τὴν πίστι τους καὶ νὰ τοὺς δώση νέα ζωή.
Ἰδοὺ ὅτι ἡ νέα αὐτὴ ζωὴ μεταδίδεται σ᾿ ὅλους τοὺς Χριστιανούς. Ἡ Ἀνάστασι εἶναι ἡ ἀπαρχὴ τῆς νέας ζωῆς. «Ζωὴν αἰώνιον ἔδωκεν ἡμῖν ὁ Θεός, καὶ αὕτη ἡ ζωὴ ἐν τῷ υἱῷ αὐτοῦ ἔστιν». Ὁ ἔχων τὸν υἱὸν ἔχει τὴν ζωήν». (Α´ Ἰω. ε´,11). Δὲν μᾶς ἐχάρισε μόνον τὴν πρόσκαιρη ζωὴ τῆς γῆς ὁ Θεός. Μᾶς ἐχάρισε τὰ μέσα γιὰ νὰ ζήσωμε αἰώνια εὐτυχεῖς καὶ μακάριοι. Ἡ μακαρία καὶ ἀτελεύτητη ζωὴ ὑπάρχει στὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, τὸν Κύριον Ἰησοῦν. Οἱ ἑνωμένοι μὲ τὸν Κύριο χριστιανοί, αὐτοὶ ποὺ ἐξαγιάζονται μὲ τὴ Χάρι τῆς Ἐκκλησίας, αὐτοὶ ζοῦν τὴν Ἀνάστασι, καὶ ἔχουν γνωρίσει τὸ νόημα τῆς ἀληθινῆς ζωῆς. Μᾶς τὸ εἶπεν ὁ ἴδιος ὁ Κύριος «Ἐγὼ εἰμι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή» (Ἰω. ια´, 25). Ἡ Ἀνάστασι εἶναι ἡ ἀφετηρία καὶ τὸ τέρμα, ἡ ἀρχὴ καὶ ὁ σκοπός, ἡ οὐσία καὶ τὸ περιεχόμενο τῆς πνευματικῆς μας ζωῆς.
Σαλπίζουν χαρμόσυνα οἱ ἀγγελικὲς σάλπιγγες τοῦ οὐρανοῦ καὶ μεταδίδουν τὸ μήνυμα γιὰ ν᾿ ἀνοίξουν οἱ πύλες τοῦ Παραδείσου. Ἐγκαίνια νέα καὶ οὐράνιοι πανηγυρισμοί. Δονοῦνται τὰ δώματα στὰ οὐράνια ἀνάκτορα. Ἐναλλασσόμενες οἱ στρατιὲς τῶν ἀγγέλων ὑπηρετοῦν τὸν Νικητὴ Παντοκράτορα καὶ κατὰ τὶς ἐντολές του στολίζουν τὰ βασίλεια τῆς Ἐκκλησίας πάνω στὸ θρίαμβό της. Θεάματα καὶ ἀκροάματα καὶ σκιρτήματα γεύονται οἱ πρῶτοι εὐτυχεῖς κληρονόμοι, ποὺ οἱ γήϊνοι ἄνθρωποι δὲν μποροῦν νὰ φαντασθοῦν. Ἐκεῖ καταυγάζει τὰ πάντα τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο. Παντοῦ φῶς καὶ χαρά, ζωὴ καὶ θρίαμβος, εὐτυχία καὶ πνευματικὴ εὐφροσύνη.
Τέτοια ἡ χαρὰ τοῦ Οὐρανοῦ. Καὶ κάτω ἐκεῖ στὰ τάρταρα, τσακισμένος καὶ ντροπιασμένος ὁ ᾍδης βοᾶ καὶ στενάζει. Ἔχασε τὸ προνόμιο τῆς κυριαρχίας του στίς ψυχές. «Ὁ ᾍδης ἐπικράνθη», κηρύσσει σήμερα ἡ Ἐκκλησία. Ἐπικράνθη, γιατί «κατηργήθη καὶ ἐνεπαίχθη καὶ ἐνεκρώθη καὶ ἐδεσμεύθη». Δὲν εἶχε τὴν δύναμι νὰ κρατήση τὸν Νικητὴ τοῦ θανάτου. Συνετρίβησαν τὰ δεσμά του, ἔπεσε κάτω ἐκεῖνος, καὶ ὁ Χριστὸς ἀνῆλθε ἀναληφθεὶς ἔπειτα, στοὺς κόλπους τοῦ Οὐρανίου Πατρός, ὅπου ὑπῆρχε πρὸ χρόνων αἰωνίων.
Ὁ θεμέλιος λίθος τῆς πίστεώς μας, τὸ κέντρο τῆς χριστιανικῆς λατρείας εἶναι ἡ Ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἀναστάσιμος ὕμνος εἶναι τὸ τραγούδι τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος τοῦ κηρύγματός τους, ἡ αἰτία τοῦ διωγμοῦ καὶ τοῦ μαρτυρίου τους. Ὁ Χριστός, ὁ ἀναστημένος Χριστός, εἶναι ἡ μεγάλη καὶ λυτρωτικὴ πραγματικότης. Παρουσιαζόταν σαράντα ἡμέρες στοὺς μαθητὰς Του καὶ μέχρι σήμερον «παρέστησεν ἑαυτὸν ζώντα... ἐν πολλοῖς τεκμηρίοις» (Πράξ. α´, 13). Ὁ θρίαμβος τῆς Ἐκκλησίας μέσα στοὺς τόσους αἰῶνας ἐξηγεῖται μὲ τὸν κενὸ τάφο καὶ τὴν Ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ.
Συλλογισμοὺς θεόπνευστους παρέδωσε στὴν Ἐκκλησία ὁ θεῖος Ἀπόστολος Παῦλος γιὰ τὴν Ἀνάστασι τοῦ Κυρίου. Ἀπαριθμεῖ τὶς ἐμφανίσεις του, ἐρωτᾶ καὶ ἀπαντᾶ, γιὰ νὰ καταλήξη στὴ σκέψι «εἰ δὲ Χριστὸς οὐκ ἐγήγερται, κενὸν ἄρα τὸ κήρυγμα ἡμῶν, κενὴ δὲ καὶ ἡ πίστις ὑμῶν». Ἀλλ᾿ ἀμέσως βεβαιώνει μὲ ἀπόλυτη πίστι· «Νυνὶ δὲ Χριστὸς ἐγήγερται ἐκ νεκρῶν, ἀπαρχὴ τῶν κεκοιμημένων ἐγένετο» (Α´ Κορ. ιε´ 15,20). Καὶ δὲν εἶναι ἡ πίστι αὐτή, ἡ ὁμολογία ἑνὸς μεγάλου σοφοῦ μαθητοῦ. Εἶναι ἡ προσωπική του ἐμπειρία ἀπὸ τὸ ἐξαίσιο ὅραμα τῆς Δαμασκοῦ, ποὺ τὸν μετέφερε ἀπὸ τὸν δρόμο τῆς ἀρνήσεως στὸν δρόμο τῆς παγκοσμίου ἱεραποστολῆς.
Ἀποδείξεις γιὰ τὴν λαμπροφόρο Ἀνάστασι ἔχομε πολλές. Ἀλλὰ δὲν στηριζόμαστε στὶς ἀποδείξεις μόνον. Βεβαιωνόμαστε ἀπὸ τὴν πίστι. Διεκδικοῦμε τὴν μακαριότητα ποὺ ὑπεσχέθη ὁ Κύριος, ὅταν εἶπε στὸ Θωμᾶ «μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες». Καὶ αἰσθανόμαστε βαθύτατα σὰν τὴν πιὸ τρανὴ ἀπόδειξι, τὴν προσωπική μας ἀνάστασι, τὴν ἀνακαίνισι τῆς ψυχῆς καὶ τὴν προσδοκία τῆς σωτηρίας. Ἡ Ἁγία Γραφὴ καὶ ἡ Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας ἀνανεώνουν τὴν παρουσίαν τοῦ γεγονότος τῆς Ἀναστάσεως, ἡ ὁποία εἶναι τὸ ἀδιάκοπο θαῦμα ποὺ ἐπιτελεῖται καθημερινῶς μέσα στὴν Ἐκκλησία τῶν πιστῶν.
Νίκη τῆς δικαιοσύνης καὶ τῆς ἀδικίας, τῆς ἀληθείας κατὰ τοῦ ψεύδους, θεωροῦμε τὸ γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως. Ἡ τελεία δικαιοσύνη καὶ ἡ πλήρης ἀλήθεια ἦλθε στὸν κόσμο, στὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ. Ὁ κόσμος τῆς ἁμαρτίας δὲν μπόρεσε νὰ τὸν δεχθῆ καὶ τὸν παρέδωσε στὸ σταυρικὸ θάνατο. Ἐσταυρώθη ἡ δικαιοσύνη καὶ ἡ ἀλήθεια. Ὅταν ἀνοίγη ὁ Τάφος καὶ ὁ ἀναστημένος Κύριος γίνεται ὁ Νικητής, τότε θριαμβεύει ἡ δικαιοσύνη καὶ ἡ ἀλήθεια.
Ἐπειδὴ πιστεύομε στὴν Ἀνάστασι ἔχομε τὴν βεβαιότητα, ὅτι ὁ καθημερινὸς ἀγὼν τῆς ζωῆς τῶν χριστιανῶν δὲν εἶναι χίμαιρα καὶ οὐτοπία. Ἡ ἀλήθεια, ἡ δικαιοσύνη καὶ ἡ λύτρωσι εἶναι τὸ τρίπτυχο τοῦ περιεχομένου τῆς πνευματικῆς μας ζωῆς. Ἡ ἀλήθεια, τελεία καὶ ὡλοκληρωμένη, εἶναι ὁ Χριστός. Ἡ δικαιοσύνη καὶ ἡ ἀγάπη εἶναι τὸ μήνυμα τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου του. Ἡ δὲ λύτρωσι εἶναι ἡ εὐεργετικὴ πραγματικότης τῆς αἰωνιότητος, ἡ ὁποία ἀπέρρευσε ἀπὸ τὴν θυσία τοῦ Κυρίου καὶ τὴν ἔνδοξη Ἀνάστασί του.
Σημεῖον ἀπαισιόδοξο γιὰ τὴν πορεία τῆς συγχρόνου ἀνθρωπότητος εἶναι ἡ ἀπουσία τοῦ μηνύματος τῆς Ἀναστάσεως ἀπὸ τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων. Μία τέτοια ἀνθρωπότης παρουσιάζει τὴν εἰκόνα, περὶ τῆς ὁποίας ὁμιλεῖ ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης στὴν Ἀποκάλυψι· «οἰδά σου τὰ ἔργα, ὅτι ὄνομα ἔχεις, ὅτι ζῇς καὶ νεκρὸς εἰ» (Ἀποκ. γ´, 1). Οἱ κακίες, οἱ ἐριθεῖες, οἱ φθόνοι, τὰ ψεύδη, τὰ μίση, οἱ πόλεμοι φονεύουν τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων. Περισσότερον ἀπὸ ἄλλοτε οἱ χριστιανοὶ καλοῦνται νὰ συνεργήσουν νὰ περιλάμψη στὸν κόσμο τὸ ἄπλετο καὶ ἀνέσπερο φῶς τῆς Ἀναστάσεως.
Τιμὴ καὶ δόξα, καύχησι καὶ ἐλπίδα εἶναι γιὰ τὸν ἀγωνιζόμενο πιστὸ ὁ Ἀναστὰς Κύριος. Ἐδῶ ἐλπίζει νὰ ἁπαλύνει τὴν τραχύτητα καὶ τὴν δοκιμασία τῆς ζωῆς. Ἐδῶ προσβλέπει γιὰ νὰ ἐνισχυθῆ. Ὁ Ἀπ. Παῦλος ἐζήτει «τοῦ γνῶναι αὐτὸν καὶ τὴν δύναμιν τῆς ἀναστάσεως αὐτοῦ καὶ τὴν κοινωνίαν τῶν παθημάτων αὐτοῦ, συμμορφούμενος τῷ θανάτῳ αὐτοῦ, εἰ πῶς καταντήσῃ εἰς τὴν ἐξανάστασιν τῶν νεκρῶν» (Φιλ. γ´, 10-11). Αὐτὸ εἶναι τὸ μεγάλο βραβεῖο τῶν χριστιανῶν· πεθαίνουν κάθε ἡμέρα ὡς πρὸς τὴν ἁμαρτία, γιὰ νὰ ἀπολαύσουν τὴν προσωπική τους ἀνάστασι ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ.
Ἥλιος ἀνοιξιάτικος καὶ ὀρθρινὸς ἀνατέλλει τὴν εὐφρόσυνη τούτη πασχαλινὴ ἡμέρα. Ἡ ὡραιότερη τῶν ἐποχῶν συμπίπτει μὲ τὸ ἱερώτερο τῆς πίστεως πανηγύρι. Ἡ ψυχή μας ἂς ψάλη εὐφρόσυνα τὸν ἀναστάσιμο ὕμνο. Κυττάξτε πέρα μακρυά, ἐκεῖ ὅπου κάποτε ἐσείσθη ἕνας τάφος. Ἄστραψεν ἐκεῖ ὁ οὐρανὸς καὶ τὸ ἀνέσπερο φῶς ἀνέτειλε ἀπὸ τὸ κενὸ μνημεῖο. Ὁ αἰώνιος ἥλιος τοῦ φωτός, τῆς ἀγάπης καὶ τῆς δικαιοσύνης ἐμεσουρανοῦσε περίλαμπρος στὴν Αἰώνιο Βασιλεία του. Βασιλεύει καὶ τώρα καὶ στοὺς αἰῶνας ὁ Βασιλεύς. Καὶ περιμένει τοὺς ὑπηκόους του, ποὺ ἐκίνησαν μιὰ ἡμέρα ἀπὸ τὴν ἱερὰ τῆς Ἐκκλησίας κολυμβήθρα, γιὰ νὰ φθάσουν στὰ ποθητὰ Βασίλεια καὶ νὰ ἀναμέλψουν καὶ πάλιν τὸν χαρμόσυνο ὕμνο «Χριστὸς ἀνέστη».

Ἦχος βαρύς.

Εσφραγισμένου τοῦ μνήματος,
ἡ Ζωὴ ἐκ τάφου ἀνέτειλας,
Χριστὲ ὁ Θεός·
καὶ τῶν θυρῶν κεκλεισμένων,
τοῖς Μαθηταῖς ἐπέστης
ἡ πάντων Ἀνάστασις,
Πνεῦμα εὐθές,
δι᾿ αὐτῶν ἐγκαινίζων ἡμῖν,
κατὰ τὸ μέγα σου ἔλεος.

Ἐνῶ τὸ μνῆμα σου εἶχε σφραγισθῆ μὲ μιὰ πελώρια πέτρα καὶ ἐφυλάσσετο ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες, σὺ ὁ ὁποῖος εἶσαι ἡ αἰώνιος ζωή, βγῆκες ἀπὸ τὸν τάφο καὶ μᾶς ἔφερες τὴ νέα ζωὴ Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, ὁ Θεός μας· καὶ ἐνῶ οἱ πόρτες τοῦ σπιτιοῦ ὅπου εἶχαν συγκεντρωθῆ οἱ μαθηταί σου, ἦσαν κλειστές, ἐνεφανίσθης μπροστὰ στὰ μάτια τους, σὺ ὁ ὁποῖος εἶσαι ἡ ἀνάστασι ὅλου τοῦ ἀνθρωπίνου γένους· καὶ συγχρόνως μὲ αὐτὴ τὴν ἀναστάσιμη παρουσία σου καὶ διὰ μέσου τῶν μαθητῶν καὶ ἀποστόλων σου ἐνεκαινίασες μέσα στὶς ψυχές μας τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ποὺ εἶναι ἡ ἀλήθεια καὶ τὸ φῶς, γιὰ νὰ φωτισθοῦμε καὶ νὰ λυτρωθοῦμε· καὶ τοῦτο τὸ ἔκαμες πρὸς χάριν μας σύμφωνα μὲ τὸ ἔλεός σου ποὺ εἶναι τόσο μεγάλο καὶ ἀνεξάντλητο.
Η πέτρα ἀπὸ τὸν τάφο τοῦ Χριστοῦ ἐκύλισε εὔκολα, ἀγαπητὲ ἀναγνώστα, καὶ Ἐκεῖνος ἀνεστήθη γιὰ νὰ μᾶς χαρίση τὸν Παράδεισο. Ἂν κάποια πέτρα βαραίνη καὶ τὴν δική μας ψυχὴ καὶ οἱ πόρτες της μένουν τελείως σφαλιστές, ἂς προσπαθήσωμε νὰ ἀποκυλίσωμε τὴν πέτρα καὶ νὰ ἀνοίξωμε διάπλατα τὶς πόρτες. Ἀπὸ ποῦ ὅμως θὰ ἀντλήσωμε τὴν δύναμι; Ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Χριστό. Αὐτὸν θὰ παρακαλέσωμε νὰ μᾶς βοηθήση, ὥστε ἡ δύναμι τῆς Ἀναστάσεώς του νὰ ἔλθη μέσα στὴν ψυχή μας, νὰ τὴν φωτίση πλούσια καὶ νὰ τῆς ἀποκαλύψη ποιὸ ἀκριβῶς εἶναι τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ.
Οἱ Ἀπόστολοι τοῦ Κυρίου, ποὺ πρῶτοι τὸν εἶδαν ἀναστάντα, μᾶς ἔφεραν αὐτὸ τὸ μήνυμα τῆς Ἀναστάσεως μέσα ἀπὸ τὰ ἱερὰ εὐαγγέλια καὶ τὶς ἐπιστολές. Ἀλλὰ καὶ οἱ προφορικές τους πληροφορίες φθάνουν μέχρι τὴν δική μας ἐποχή, μέσῳ τῆς Ἁγίας Ἐκκλησίας μας. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος εἶδε καὶ ἄκουσε τὸν ἀναστάντα Χριστό. Γι᾿ αὐτὸ πάντοτε γράφει καὶ ὁμιλεῖ γιὰ τὴν Ἀνάστασι, γιατὶ τὴν θεωρεῖ τὸ πρῶτο θεμέλιο τῆς πίστεως. Ἔτσι τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ποὺ ἔδωκε ὁ Χριστὸς στοὺς Ἀποστόλους καὶ στὴν Ἐκκλησία του μένει πάντοτε μαζύ μας, καὶ ἐφ᾿ ὅσον τὸ δεχόμεθα καὶ τὸ ζητοῦμε, μᾶς «ὁδηγεῖ εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν». Ἂς προσέξωμε, λοιπόν, νὰ εἴμεθα πάντοτε οἱ πιστοὶ μαθηταὶ τοῦ Χριστοῦ, νὰ ἔχωμε τὸ φρόνημα τοῦ Χριστοῦ, ὥστε ἡ ψυχή μας νὰ ἀναπαύεται μέσα στὴν εὐσπλαγχνία καὶ τὴν ἀγάπη του.

Ἦχος α´.

Τοῦ λίθου σφραγισθέντος
ὑπὸ τῶν Ἰουδαίων
καὶ στρατιωτῶν φυλασσόντων
τὸ ἄχραντόν σου Σῶμα,
ἀνέστης τριήμερος, Σωτήρ,
δωρούμενος τῷ κόσμῳ τὴν ζωήν·
διὰ τοῦτο αἱ δυνάμεις τῶν οὐρανῶν
ἐβόων σοί, Ζωοδότα·
Δόξα τῇ Ἀναστάσει σου, Χριστέ,
δόξα τῇ βασιλείᾳ σου,
δόξα τῇ οἰκονομίᾳ σου,
μόνε φιλάνθρωπε.

Ενῶ ὁ μεγάλος λίθος τοποθετήθηκε ἐφαρμοστὰ καὶ μὲ ἀσφάλεια στὸν τάφο ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους καὶ ἐνῶ στρατιῶτες ἐφύλασσαν τὸ ἄχραντο Σῶμα σου, ἀνεστήθης μετὰ τρεῖς ἡμέρες ἐκ νεκρῶν, Ἰησοῦ Χριστὲ Σωτήρ μας, χαρίζοντας ἔτσι στὸν κόσμο τὴν νέα ἀληθινὴ ζωή· γι᾿ αὐτὸ τὸ μεγάλο θαῦμα, οἱ οὐράνιες δυνάμεις ἔψαλλαν θριαμβευτικὰ σὲ σένα, χορηγὲ τῆς ζωῆς· Δοξολογία σοῦ ἀνήκει γιὰ τὴν ἔνδοξη Ἀνάστασί σου, Χριστέ, δοξολογία γιὰ τὴ νέα εὐεργετικὴ κυριαρχία Σου, δοξολογία γιὰ τὸ θεῖο σχέδιο τῆς ἀγάπης σου γιὰ τὴν σωτηρία μας, μοναδικὲ φιλάνθρωπε Κύριε.
Η ἀνθρώπινη κακία, ποὺ ἐκδηλώθηκε μὲ τὴν στάσι τῶν Ἰουδαίων ἀπέναντι τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐνόμισε πὼς θὰ ἀσφαλιζόταν, ἐὰν στὸ μνημεῖο ὅπου τοποθετήθηκε τὸ νεκρὸ Σῶμα του, ἐλαμβάνοντο ὅλα τὰ μέτρα ἀσφαλείας γιὰ νὰ μείνη ἐκεῖ γιὰ πάντα. Ἀγνοοῦσαν οἱ Ἰουδαῖοι ποιὸν ἔβαζαν στὸν τάφο. Ἀγνοοῦσαν σὲ ποιὸ μυστήριο ἦσαν ἀντιμέτωποι. Γιατὶ ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ ἀσφαλισμένο μνημεῖο ἐπήγασε ἡ νέα καὶ αἰώνια ζωὴ τοῦ Παραδείσου.
Ἔτσι συμβαίνει πάντοτε. Οἱ ἄνθρωποι ποὺ τὰ βάζουν μὲ τὸν Θεό, ποὺ προσπαθοῦν νὰ φυλακίσουν τὴν φωνὴ τῆς συνειδήσεώς τους, ποὺ διαγράφουν ἀπὸ τὴν ζωή τους τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, βλάφτουν τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό τους. Τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ θὰ γίνη ὁπωσδήποτε· κι αὐτοί, νικημένοι, θὰ μείνουν μὲ τὸ στίγμα τῆς ἀνταρσίας καὶ τῆς προσβολῆς κατὰ τοῦ Θεοῦ. Ἡ μόνη ἐλπίδα γι᾿ αὐτοὺς θὰ εἶναι ἡ πραγματικὴ μετάνοια. Κι αὐτὴ ἡ μετάνοια εἶναι ἡ ἀσφαλέστερη λύσι γιὰ ὅλους ὅσοι ἐπικράναμε τὸν Κύριό μας μὲ τὴν σκληρὴ συμπεριφορά μας ἀπέναντί του. Ἂς προσθέσωμε, λοιπόν, τὴν ἰσχνὴ φωνή μας, στὴ θριαμβευτικὴ φωνὴ τῶν ἀγγελικῶν δυνάμεων κι ἂς δοξολογήσωμε τὸ Χριστὸ γιὰ τὴν ἔνδοξη Ἀνάστασί του, ποὺ μᾶς ἔφερε μιὰ καινούργια ζωὴ καὶ μᾶς ἐχάρισε ἕνα νέο καὶ εὐλογημένο κόσμο.

Ἦχος β´.

Ὅτε κατῆλθες πρὸς τὸν θάνατον,
ἡ ζωὴ ἡ ἀθάνατος,
τότε τὸν ᾍδην ἐνέκρωσας,
τῇ ἀστραπῇ τῆς θεότητος·
ὅτε δὲ καὶ τοὺς τεθνεῶτας
ἐκ τῶν καταχθονίων ἀνέστησας,
πᾶσαι αἱ Δυνάμεις
τῶν ἐπουρανίων ἐκραύγαζον·
Ζωοδότα Χριστέ,
ὁ Θεὸς ἡμῶν, δόξα σοι.

Οταν, Χριστέ μας, κατέβηκες ἐκεῖ, ὅπου κυριαρχεῖ ὁ θάνατος, δηλαδὴ στὸν Ἅδη, σὺ ποὺ εἶσαι ἡ ἀθάνατος καὶ αἰώνιος ζωή, τότε, μὲ τὴν ἀστραπὴ καὶ τὴν παρουσία τῆς θεότητός σου, ἐνίκησες καὶ ἐνέκρωσες τὸν ᾍδη· ὅταν δὲ μὲ τὰ χέρια σου ἀνέσυρες ἀπὸ τὰ τάρταρα τοῦ ᾍδου καὶ ὡδήγησες στὴν Ἀνάστασι αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι εἶχαν πεθάνει, τότε ὅλες οἱ ἀγγελικὲς Δυνάμεις ποὺ εὑρίσκονται στοὺς οὐρανοὺς ἔψαλλαν θριαμβευτικά· Σὺ ποὺ χορηγεῖς τὴν ἀληθινὴ καὶ αἰώνιο ζωή, Χριστὲ καὶ Θεέ μας, ἂς εἶσαι δοξασμένος.
Το κέντρο τῆς ὀρθοδόξου χριστιανικῆς λατρείας,ἀγαπητὲ ἀναγνώστα, εἶναι ἡ Ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι, κάθε Κυριακή, ὅλοι οἱ ἀναστάσιμοι ὕμνοι ἀναφέρονται στὸ θρίαμβο τῆς Ἀναστάσεως. Ἀντιμέτωποι στὸ σημερινὸ ἀπολυτίκιο εἶναι ἡ ζωὴ καὶ ὁ θάνατος· ὁ Χριστὸς καὶ ὁ ᾍδης. Ὅταν, μετὰ τὴν συντριβὴ τοῦ ᾍδου, ὁ Νικητὴς Χριστὸς πῆρε σὰν τρόπαιο τοὺς νεκροὺς καὶ τοὺς ὡδήγησε στοὺς Οὐρανούς, τότε ὅλος ὁ ἀγγελικὸς κόσμος συμμετεῖχε πανηγυρικὰ στὴ θριαμβευτικὴ νίκη. Αὐτὴ ἡ Ἀνάστασι εἶναι προετοιμασμένη γιὰ ὅλους μας. Ἂν ἡ ζωῄ μας εἶναι ζωὴ μετανοίας καὶ ἀγῶνος πνευματικοῦ, ἂν ἡ πίστι μας εἶναι δυνατή, ἂν οἱ πράξεις μας εἶναι ἀρεστὲς στὸν Κύριό μας, τότε κι ἡ ψυχή μας, ὅταν θὰ ἐγκαταλείψῃ τὸ σῶμα, θὰ βρεθῆ κοντὰ στὸ Χριστό, καὶ θὰ ἀναμένῃ τὴν ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως.
Γι᾿ αὐτὸ καὶ τώρα ποὺ ζοῦμε σ᾿ αὐτὸ τὸν κόσμο, ἡ Ἐκκλησία μᾶς καλεῖ νὰ ἔχωμε μέσα στὴν ψυχή μας τὸ σπέρμα τῆς Ἀναστάσεως, γιὰ νὰ βλέπωμε μονίμως τὶ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ζητεῖ ἀπὸ μᾶς καὶ νὰ γευώμεθα ἀπὸ τώρα τὴν χαρὰ τοῦ Οὐρανοῦ. Μπορεῖ ὁ πολὺς κόσμος νὰ μένῃ ἀσυγκίνητος μπρὸς σ᾿ αὐτὸ τὸ ἀναστάσιμο μήνυμα τῆς Ἐκκλησίας μας. Αὐτὸ ἂς μῄ μᾶς ἐπηρεάζη· μακάρι νὰ τὸ ἀκούσουν ὅλοι· σὲ μιὰ τέτοια κοινωνία ἀνθρώπων, ποὺ ζοῦν τὴν ἀτμόσφαιρα τῆς Ἀναστάσεως, βασιλεύει ὁ νικητὴς Χριστός· κι ἡ βασιλεία αὐτὴ δὲν εἶναι «ἐκ τοῦ κόσμου τούτου»· εἶναι ἕνα κομμάτι τοῦ Οὐρανοῦ· βασιλεία εἰρήνης καὶ ἀγάπης.

Ἦχος γ´.

Εὐφραινέσθω τὰ οὐράνια,
ἀγαλλιάσθω τὰ ἐπίγεια,
ὅτι ἐποίητε κράτος
ἐν βραχίονι αὐτοῦ ὁ Κύριος·
ἐπάτησε τῷ θανάτῳ τὸν θάνατον.
πρωτότοκος τῶν νεκρῶν ἐγένετο,
ἐκ κοιλίας ᾍδου ἐρρύσατο ἡμᾶς,
καὶ παρέσχε τῷ κόσμῳ τὸ μέγα ἔλεος.

Ας εὐφραίνεται ὁλόκληρος ὁ οὐράνιος κόσμος, καὶ ἂς σκιρτᾷ ἀπὸ ἀγαλλίασι ὅλη ἡ ἐπίγεια κτίσι, διότι ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς μὲ τὴν πανίσχυρη δύναμί του ἐδημιούργησε νέα ἐξουσία καὶ νέα κτίσι· κατεπάτησε δηλαδὴ καὶ κατήργησε μὲ τὸν δικό του θάνατο τὸν θάνατο, ἀνεδείχθη ὁ πρῶτος ἀπὸ τοὺς νεκρούς, ἀφοῦ πρῶτος αὐτὸς ἀνεστήθη, καὶ μὲ τὴν Ἀνάστασί του αὐτή ἐγλύτωσε καὶ ὅλους ἐμᾶς ἀπὸ τὸν κλοιὸ τῆς κολάσεως τοῦ ᾍδου, καὶ ἐχορήγησε ἔτσι σ᾿ ὁλόκληρο τὸν κόσμο τὸ μέγα ἔλεός του.
Η χαρὰ τοῦ Οὐρανοῦ καὶ ἡ χαρὰ τῆς Γῆς συναντῶνται στὸν ἑορτασμὸ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστὸς ἐδημιούργησε τήν «καινὴν κτίσιν», μέσα στὴν ὁποία ἀνήκουν ὅλοι ὅσοι τὸν πιστεύουν καὶ τὸν λατρεύουν. Αὐτὴ ἡ καινούργια ζωὴ ἔχει σὰν πιὸ χαρακτηριστικό της γνώρισμα τὴν ἐσωτερικὴ χαρά, ποὺ εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς πίστεως στὴ νίκη τοῦ Χριστοῦ κατὰ τοῦ θανάτου. Ἡ ἀρρώστια καὶ ὁ θάνατος φοβίζουν πιὸ πολὺ ἀπὸ κάθε ἄλλο τοὺς ἀνθρώπους. Τοὺς ἀφαιροῦν τὴν χαρὰ καὶ τοὺς κάνουν δυστυχισμένους δεσμῶτες τοῦ πιὸ θλιμμένου βίου τῆς γῆς.
Οἱ χριστιανοὶ ὅμως «οὐκ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν». Αὐτὴ ἡ αἴσθησι τῆς προσωρινότητος τῆς ἐπιγείου ζωῆς, χωρὶς νὰ μειώνη τὴν θεόσδοτη δημιουργική μας πνοή, κάνει νὰ βλέπωμε καὶ τὰ πράγματα τοῦ κόσμου τούτου προσωρινὰ καὶ ἐφήμερα. Ἂς χαιρώμεθα, λοιπόν, τὴν ζωή μας μέσα στὸ νόημα τῆς χριστιανικῆς χαράς· κι ὅταν ἔρχωνται οἱ θλίψεις καὶ οἱ πειρασμοί, ἂς τοὺς βλέπωμε σὰν μέσα, ποὺ τὰ ἐπιτρέπει ὁ Θεός, γιὰ τὸν καταρτισμό μας. Οἱ χριστιανοὶ εἶναι κυρίαρχοι τῶν στοιχείων αὐτοῦ τοῦ κόσμου, διότι ζοῦν μέσα τους τὴν Ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ, τὴν ὁποία θὰ ζήσουν ἐξ ὁλοκλήρου στὴ δευτέρα καὶ ἔνδοξη παρουσία του.

Ἦχος δ´.

Τὸ φαιδρὸν τῆς Ἀναστάσεως κήρυγμα,
ἐκ τοῦ Ἀγγέλου μαθοῦσαι
αἱ τοῦ Κυρίου Μαθήτριαι,
καὶ τὴν προγονικὴν ἀπόφασιν ἀπορρίψασαι,
τοῖς Ἀποστόλοις καυχώμεναι ἔλεγον·
Ἐσκύλευται ὁ θάνατος,
ἡγέρθη Χριστὸς ὁ Θεός,
δωρούμενος τῷ κόσμῳ
τὸ μέγα ἔλεος.

Αφοῦ οἱ Μαθήτριες τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐπληροφορήθησαν ἀπὸ τὸν Ἄγγελο τὸ χαρούμενο μήνυμα τῆς Ἀναστάσεώς του, καὶ ἀπεκήρυξαν τὴν προγονικὴ ἀπόφασι (τῆς ἀπὸ τοῦ Θεοῦ ἀποστασίας τῶν ἀνθρώπων) ἀνήγειλλαν στοὺς Ἀποστόλους μὲ περισσὴ εὐχαρίστησι· Ἔχει νικηθῆ πλέον ὁ θάνατος, ἀφοῦ ἀνεστήθη ὁ Χριστὸς καὶ Θεός μας, χαρίζοντας ἔτσι σ᾿ ὁλόκληρο τὸν κόσμο τὸ ἀπέραντο καὶ πλούσιο ἔλεός του.
Ηταν μεγάλη ἡ χαρά, ποὺ πῆραν οἱ Μαθήτριες τοῦ Κυρίου· καὶ πιὸ μεγάλο τὸ προνόμιο. Πρῶτες αὐτὲς ἔμαθαν ἀπὸ τὸν ἄγγελο τὸ χαρούμενο καὶ κοσμοσωτήριο ἄγγελμα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Καὶ ἡ ἀναγγελία τοῦ μεγάλου θαύματος πρὸς τοὺς Ἀποστόλους, ἔγινε μὲ τέτοιο τρόπο, ποὺ φανέρωνε τὸν θρίαμβο καὶ τὴν χαρὰ αὐτῶν ποὺ ἤδη τὸν εἶχαν πιστεύσει σὰν Λυτρωτὴ καὶ Θεό τους. Αὐτὸ τὸ μήνυμα, ἔκτοτε, εἶναι μέσα στὴν ψυχὴ ὅλων τῶν χριστιανῶν μὲ τὴν ἴδια συνέπεια τῆς χαρᾶς καὶ τοῦ θριάμβου. Ἀνήκουμε ὅλοι στὸν κύκλο τῶν Μαθητῶν τοῦ Κυρίου, καὶ ἡ Ἀνάστασι ἡ δική του εἶναι ἡ ἀνάστασι τῆς ψυχῆς μας καὶ τώρα, καὶ πάντα. Τώρα μέν, γιὰ νὰ μποροῦμε νὰ ἀνεβαίνωμε τὸν δύσκολο δρόμο τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς ἁγιότητος. Πάντοτε δέ, γιὰ νὰ εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ ἀντικρύσωμε τὸν Κριτὴ καὶ νὰ βρεθοῦμε μαζί του στὴν αἰωνιότητα τῆς ἀναστάσιμης λειτουργικῆς Βασιλείας του. Ὦ εὐλογημένη Ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ! Εἶσαι τὸ μεγάλο μας καύχημα. Εἶσαι ἡ δύναμί μας. Εἶσαι ἡ λειτουργία τῆς Κυριακῆς· εἶσαι ἡ προσδοκία τοῦ Οὐρανοῦ. Σ᾿ αὐτὴν ἐλπίζομε, κι αὐτὴν περιμένομε. Ἐκεῖνος ποὺ τὴν ὑπόσχεται εἶναι ὁ Χριστός.

Ἦχος πλ. α´.

Τὸν συνάναρχον Λόγον
Πατρὶ καὶ Πνεύματι,
τὸν ἐκ Παρθένου τεχθέντα
εἰς σωτηρίαν ἡμῶν,
ἀνυμνήσωμεν, πιστοὶ
καὶ προσκυνήσωμεν·
ὅτι ηὐδόκησε, σαρκὶ
ἀνελθεῖν ἐν τῷ σταυρῷ,
καὶ θάνατον ὑπομεῖναι,
καὶ ἐγεῖραι τοὺς τεθνεῶτας,
ἐν τῇ ἐνδόξῳ Ἀναστάσει αὐτοῦ.

Τὸν Υἱὸν καὶ Λόγον τοῦ Θεοῦ, ποὺ ὑπάρχει προαιωνίως, χωρὶς νὰ λάβη ποτὲ ἀρχή, εἶναι ὁμοούσιος δηλαδὴ μὲ τὸν Πατέρα Θεὸ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, αὐτὸν ποὺ ἐγεννήθη τέλειος ἄνθρωπος, παίρνοντας σάρκα ἀπὸ τὴν Παρθένο Μαρία γιὰ τὴν σωτηρία μας, ἂς τὸν ἀνυμνήσωμε οἱ πιστοί, κι ἂς τὸν προσκυνήσωμε εὐλαβικά· καὶ τοῦτο, διότι ἐδέχθη ἀπὸ μεγάλο ταπείνωσι νὰ καρφωθῇ ἐπάνω στὸν Σταυρὸ καὶ νὰ ὑπομείνῃ τὸν θάνατο, καὶ νὰ ἀναστήσῃ ἔτσι αὐτοὺς ποὺ εἶχαν πεθάνει, μὲ τὴν δική του ἔνδοξη καὶ τριήμερη Ἀνάστασι.
Στὸ ἀναστάσιμο αὐτὸ τροπάριο, ἀγαπητὲ ἀναγνώστα, ἐκτίθεται κατὰ ἕνα θαυμάσιο καὶ ἀριστοτεχνικὸ τρόπο, ἡ πιὸ ἐμπνευσμένη περίληψι τοῦ μυστηρίου τῆς θείας οἰκονομίας. Στὴν κορυφὴ τῆς σκέψεως τοῦ ποιητοῦ εἶναι τὸ μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος. Το ἕνα ἀπὸ τὰ τρία αὐτὰ πρόσωπα, ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος, γίνεται ἄνθρωπος παίρνοντας σάρκα ἀπὸ τὴν ἁγία Παρθένο· ἔτσι ἔρχεται ἐνώπιόν μας ἡ μεγάλη Μητέρα μας, ἡ Παρθένος Μαρία, «τὸ σκεῦος τῆς ἐκλογῆς» τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἀκολουθεῖ ἡ εὐδοκία τοῦ Υἱοῦ νὰ σταυρωθῆ, νὰ ἀποθάνη καὶ νὰ ἀναστηθῇ, ἀνασταίνονται μαζύ του τὸ ἀνθρώπινο γένος καὶ καταργῶντας τὸν θάνατο. Ἂς μὴ μείνωμε ὅμως στὸ θαυμασμὸ γιὰ τὴν ποιητικὴ ἔμπνευσι καὶ τὴν θεολογικὴ σύλληψι τοῦ μυστηρίου ἀπὸ μέρους τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ποιητοῦ. Ἂς στραφοῦμε μέσα μας· στὴν ψυχή μας· στὴν ὕπαρξί μας ὁλόκληρη· κι ἂς δοῦμε· ὁ κορμὸς τοῦ πνευματικοῦ μας φρονήματος εἶναι δυναμωμένος ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἔγινε γιὰ μᾶς ἄνθρωπος; καὶ οἱ κλάδοι τοῦ ἰδίου δέντρου τῆς πνευματικῆς ζωῆς ποὺ ἔχομε μέσα μας, εἶναι μεγαλωμένοι μὲ τοὺς πανίσχυρους χυμοὺς τῆς Ἀναστάσεως; Ἂν ὄχι, τότε μὴν ἀφήνωμε τὸν χρόνο νὰ χάνεται. Εἶναι τὸ ὡραιότερο στὸν κόσμο ἀγώνισμα, ἡ προσπάθεια μιᾶς ψυχῆς νὰ φθάση στὴν Ἀνάστασι, παίρνοντας δύναμι ἀπὸ τὸ ἴδιο αὐτὸ γεγονός, ποὺ ζῇ καὶ συνεχίζεται αἰώνια μέσα στὴν Ἐκκλησία.

Ἦχος πλ. β´.

Αγγελικαὶ δυνάμεις ἐπὶ τὸ μνῆμά σου,
καὶ οἱ φυλάσσοντες, ἀπενεκρώθησαν·
καὶ ἵστατο Μαρία ἐν τῷ τάφῳ,
ζητοῦσα τὸ ἄχραντόν σου σῶμα.
Ἐσκύλευσας τὸν ᾍδην,
μὴ πειρασθεὶς ὑπ᾿ αὐτοῦ·
ὑπήντησας τῇ Παρθένῳ,
δωρούμενος τὴν ζωήν.
Ὁ ἀναστὰς ἐκ τῶν νεκρῶν,
Κύριε δόξα σοι.

Τὴν ὥρα τῆς θριαμβευτικῆς Ἀναστάσεώς σου, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἀγγελικαὶ Δυνάμεις ἐνεφανίσθησαν ἐπάνω στὸ μνῆμα σου, καὶ οἱ στρατιῶτες ποὺ σὲ ἐφύλασσαν ἔπεσαν κάτω σὰν νεκροὶ ἀπὸ τὴν δύναμί σου καὶ τὴν ἀστραπὴ τοῦ θαύματος· καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο στεκόταν μπροστὰ στὸν τάφο σου ἡ μαθήτριά σου ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἀναζητοῦσε τὸ ἅγιο καὶ ἄχραντο σῶμα σου. Σὺ ὅμως εἶχες πλέον κατεβῆ στὸν Ἅδη, τὸν ὁποῖον ἐνίκησες καὶ ἐταπείνωσες, χωρὶς νὰ πειραχθῆς καθόλου ἀπὸ αὐτόν, ἀμέσως δὲ μετὰ τὴν Ἀνάστασί σου συνήντησες τὴν Παρθένο ποὺ σὲ ἀναζητοῦσε, δωρίζοντας σ᾿ αὐτὴν τὴν νέα ζωὴ τῆς Ἀναστάσεως. Γιὰ ὅλα αὐτά, Κύριε Ἰησοῦ, σένα ὁ ὁποῖος ἀνεστήθης πρῶτος ἀπὸ τοὺς νεκρούς, σὲ δοξολογοῦμε!
Οἱ στρατιῶτες, ποὺ ἐφύλασσαν τὸν τάφο τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐφάνηκαν τόσο ἀνίσχυροι, ἀκόμη καὶ νὰ δοῦν τὸ θαῦμα τῆς Ἀναστάσεως. Πολὺ περισσότερο ἦσαν ἀνίσχυροι νὰ τὸ ἐμποδίσουν. Τὸ ἴδιο ἀδύνατοι εἶναι, καὶ θὰ μείνουν στὸ τέλος νεκροί, ὅσοι στέκονται μὲ ἐγωϊστικὴ περίσκεψι καὶ ἐπίμονη ἄρνησι μπροστὰ στὸ θαῦμα τῆς Ἀναστάσεως. Ὅσοι δὲν πιστεύουν καὶ σὲ καμμιὰ ἄλλη ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἀνάστασι εἶναι ἡ ἀπαρχή, τὸ κέντρο καὶ ἡ κατακλείδα ὁλοκλήρου τοῦ μυστηρίου τῆς χριστιανικῆς πίστεως. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφει χαρακτηριστικά, ὅτι καὶ ἡ πίστι καὶ τὸ κήρυγμα τῆς Ἐκκλησίας, θὰ ἦσαν ἄδειες καὶ ἀστήρικτες ἀλήθειες, ἂν δὲν ὑπῆρχε ἡ Ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἀναστὰς Χριστός, ἔδωκε τὴν νέα ζωὴ σ᾿ αὐτοὺς ποὺ πρῶτοι ἐπίστευσαν στὴν Ἀνάστασι, καὶ σ᾿ ὅλους τοὺς ἄλλους ἔπειτα, ποὺ ἐξεδήλωσαν τὴν πίστι τους καὶ τὴν εὐλάβειά τους πρὸς Αὐτόν. Τὴν ἴδια νέα καὶ αἰώνιο ζωὴ χαρίζει ὁ Χριστὸς σ᾿ ὁλόκληρο τὸ πλῆθος τῶν πιστῶν τῆς Ἐκκλησίας Του, οἱ ὁποῖοι τὸν ἔχουν κάμει Βασιλιά τους καὶ τὸν πιστεύουν Λυτρωτή τους. Ὅποιος μένει ἔξω ἀπὸ αὐτὴ τὴν χαρὰ εἶναι γιατὶ τὸ θέλει ὁ ἴδιος. Ὁ ἀναστάσιμος χῶρος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι τόσον ἀπέραντος, ὥστε χωράει ὅλο τὸν κόσμο.

Ἦχος βαρύς.

Κατέλυσας τῷ Σταυρῷ σου τὸν θάνατον·
ἠνέῳξας τῷ ληστῇ τὸν παράδεισον·
τῶν μυροφόρων τὸν θρῆνον μετέβαλες,
καὶ τοῖς σοῖς ἀποστόλοις κηρύττειν ἐπέταξας,
ὅτι ἀνέστης, Χριστὲ ὁ Θεός,
παρέχων τῷ κόσμῳ τὸ μέγα ἔλεος.

Μὲ τὴν δύναμι τῆς θυσίας σου ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ κατήργησες τὸν θάνατο, Κύριε· ἄνοιξες στὸ ληστή, ποὺ μετενόησε, τὸν παράδεισο· μετέτρεψες σὲ χαρὰ τοὺς θρήνους τῶν μυροφόρων γυναικῶν ποὺ ἦλθαν στὸ μνῆμα σου, καὶ στοὺς Ἀποστόλους Σου ἔδωσες τὴν ἐντολὴ νὰ κηρύττουν τὸ εὐαγγέλιό σου σ᾿ ὅλο τὸν κόσμο· κι ὅλα αὐτὰ ἔγιναν, διότι ἀνέστης ἐκ νεκρῶν, Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ὁ Θεός μας, παρέχοντας στὸν κόσμο τὸ μεγάλο Σου ἔλεος.
Η χαρὰ τῆς Ἀναστάσεως μετέτρεψε τὸν θρῆνο τῶν μυροφόρων γυναικῶν σὲ πανηγυρικὴ εὐφροσύνη. Μετὰ τὴν λύπη καὶ τὸν πόνο ἔρχεται ἡ χαρὰ καὶ ἡ ἀνακούφισι. Οἱ θλίψεις δὲν λείπουν ποτὲ ἀπὸ τὴν ζωή μας. Εἶναι δεῖγμα ἀπιστίας ἡ ἀπελπισία ποὺ καταλαμβάνει πολλοὺς στὸν καιρὸ τῶν θλίψεων. Οἱ Χριστιανοὶ μποροῦν νὰ βλέπουν πίσω ἀπὸ τὸν πόνο καὶ τὴν δοκιμασία τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ, γιὰ κάτι καλύτερο. Μιὰ βασικὴ ἀρετὴ ποὺ χρειάζεται στὸ χρόνο τοῦ πόνου εἶναι ἡ ὑπομονή. Ὁ πιστός καλεῖται νὰ ὑπομείνη καρτερικὰ τὸ σταυρό του, χωρὶς γογγυσμοὺς καὶ διαμαρτυρίες. Καὶ τὸ σπουδαιότερο, νὰ ζῇ διαρκῶς μὲ τὴν ἐλπίδα μιᾶς ἀναστάσεως. Δὲν μποροῦμε βέβαια νὰ καθορίζωμε, πῶς καὶ ἀπὸ ποῦ θὰ ἀνατείλη αὐτὴ ἡ ἀνάστασι. Ἀλλ᾿ εἶναι τόσο μεγάλη καὶ πανίσχυρη ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ποὺ μέσα σ᾿ αὐτὴν χωροῦν ὅλες οἱ εὐλογημένες γιὰ ἀνάστασι ἐλπίδες τῶν Χριστιανῶν. Μετρῶντας, λοιπόν, τὸν θρῆνο καὶ εὐθὺς ἀμέσως τὴν χαρὰ τῶν μυροφόρων, ἂς ἔχωμε τὸ μέτρο τῆς ἐκτιμήσεως τῶν ἰδικῶν μας θρήνων, ποὺ μὲ τὴν δύναμι τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ μεταβάλλονται σὲ ἐλπιδοφόρο ὑπομονὴ ἢ σὲ εὐφρόσυνη χαρὰ τῆς ζωῆς.

Ἦχος πλ. δ´.

Εξ ὕψους κατῆλθες ὁ εὔσπλαγχνος,
ταφὴν κατεδέξω τριήμερον,
ἵνα ἡμᾶς ἐλευθερώσῃς τῶν παθῶν.
Ἡ ζωὴ καὶ ἡ ἀνάστασις ἡμῶν,
Κύριε, δόξα σοι.

Ηλθες ψηλὰ ἀπὸ τοὺς Οὐρανοὺς καὶ κατέβηκες στὴ γῆ, Χριστὲ καὶ Θεέ μας, γεμᾶτος ἀπὸ εὐσπλαγχνία καὶ ἀγάπη γιὰ μᾶς· καταδέχτηκες, μετὰ τὸ μαρτυρικὸ θάνατό σου, νὰ ὑποστῆς τὸν ἐνταφιασμὸ γιὰ τρεῖς ἡμέρες, μὲ μοναδικὸ σκοπὸ νὰ μᾶς ἀπελευθερώσης καὶ νὰ μᾶς ἀπαλλάξης ἀπὸ τὰ δεινὰ τῆς ἁμαρτίας. Σύ, λοιπόν, Κύριε, ποὺ μ᾿ αὐτὸ τὸ μεγάλο θαῦμα τῆς ἀγάπης σου καὶ τῆς θυσίας σου ἔγινες γιὰ μᾶς ἡ πραγματικὴ ζωὴ καὶ ἡ ἀληθινὴ ἀνάστασι, ἂς εἶσαι δοξασμένος.
Πότε θὰ μπορέσωμε οἱ Χριστιανοὶ νὰ ἀντιληφθοῦμε τὸ μέγεθος τῆς ἀγάπης καὶ τῆς εὐσπλαγχνίας τοῦ Θεοῦ; Τὸ ἀναστάσιμο ἀπολυτίκιο τῆς σημερινῆς Κυριακῆς, ἔρχεται νὰ μᾶς ὑπενθυμίση τὴν ἄπειρη εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἐνῶ ἦταν Θεὸς κυρίαρχος τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, πῆρε σάρκα ἀνθρώπινη καὶ ἔζησε ἐδῶ στὴ γῆ, τὸ ἴδιο μὲ μᾶς, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Τὸ πάθος του, ἡ ταφή του καὶ ἡ Ἀνάστασί του μᾶς ἐχάρισαν τὴν ἐλευθερία. Μᾶς ἀπήλλαξε ἀπὸ τὴν καταδίκη τοῦ Ἅδου ὁ Χριστός καὶ μᾶς ἀποκατέστησε στὸ ἀρχαῖο μας κάλλος. Ἀλήθεια. Πόσο ἐκτιμοῦμε καὶ πόσο ἀξιοποιοῦμε αὐτὴ τὴν δωρεά; Γιατὶ τὰ δῶρα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ δὲν ἔρχονται σὰν μιὰ ὑποχρεωτικὴ καὶ ἀναίτια εὐεργεσία. Πρέπει νὰ ἀναζητήσωμε ἐμεῖς τὸ Χριστό· νὰ τὸν πιστεύσωμε· νὰ τοῦ προσφέρωμε τὴν λατρεία μας καὶ τὴν ἀναστημένη, μὲ τὰ ἔργα τῆς ἀγάπης, ψυχή μας. Ἀφοῦ διαπιστώσωμε μέσα μας τὰ πάθη καὶ τὶς ἀδυναμίες, ποὺ φέρνουν τὸν ἀργὸ θάνατο τῆς ψυχῆς, θὰ τὰ συντρίψωμε μὲ τὴν δύναμι τῆς Χάριτός Του, γιὰ νὰ ἀντικρύσωμε τὴν ἀνατολὴ τῆς νέας ζωῆς, ποὺ χαρίζει ὁ Χριστός. Καὶ τότε ἡ ζωή μας, παρ᾿ ὅλες τὶς δυσκολίες καὶ τὶς ἀντιξοότητες, θὰ εἶναι ἕνας ἀδιάκοπος, δοξολογικὸς ὕμνος στὸν Ἀρχηγὸ τῆς ζωῆς καὶ τῆς Ἀναστάσεως.


Καθίσματα

Ἦχος α´.

Τὸν τάφον σου, Σωτήρ,
στρατιῶται τηροῦντες,
νεκροὶ τῇ ἀστραπῇ
τοῦ ὀφθέντος ἀγγέλου
ἐγένοντο κηρύττοντος
γυναιξὶ τὴν Ἀνάστασιν.
Σὲ δοξάζομεν,
τὸν τῆς φθορᾶς καθαιρέτην·
σοὶ προσπίπτομεν
τῷ ἀναστάντι ἐκ τάφου
καὶ μόνῳ Θεῷ ἡμῶν.

Οἱ στρατιῶτες ποὺ ἐφύλασσαν τὸν τάφο σου, Σωτῆρα Χριστέ, ἔγιναν σὰν νεκροὶ ἀπὸ τὴν ἀστραφτερὴ παρουσία τοῦ ἐμφανισθέντος ἀγγέλου, ποὺ ἀνήγγειλε στὶς εὐλαβικές γυναῖκες τὴν Ἀνάστασί σου. Σὲ δοξολογοῦμε, Κύριε, σένα ποὺ εἶσαι ὁ νικητὴς τῆς φθορᾶς, πέφτουμε στὰ γόνατα μπροστὰ σὲ σένα, Κύριε, ποὺ ἀνεστήθης ἀπὸ τὸν τάφο καὶ ποὺ εἶσαι ὁ μοναδικὸς Θεός μας.
Ας σταθοῦμε εὐλαβικὰ μπροστὰ στὸν ἄδειο τάφο τοῦ Κυρίου. Μετὰ τὴν λαμπροφόρο Ἀνάστασί του, ὁ τάφος του εἶναι ὁ τόπος ἀπὸ ὅπου ἀνέβλυσε τὸ φῶς καὶ ἡ ζωή. Ὅταν βρεθοῦμε στοὺς ἅγιους ἐκείνους Τόπους, ὅπου ἔγιναν ὅλα τὰ γεγονότα τῆς θυσίας τοῦ Κυρίου μας, πέφτουμε στὰ γόνατα γιὰ νὰ προσκυνήσωμε ἐκεῖ ὅπου ἐτάφη τὸ ἄχραντο Σῶμα Του· ἐκεῖ ποὺ ὁ Ἄγγελος ἔσυρε τὴν πλάκα τοῦ μνημείου, κι ὁ θριαμβευτὴς Χριστὸς ἀνεστήθη ἀπὸ τοὺς νεκρούς. Συντριμμένοι πολλὲς φορές, μὰ καὶ εὐλαβεῖς, στεκόμαστε μπροστὰ στοὺς τάφους τῶν προσφιλῶν μας ἀνθρώπων· εἶναι οἱ συγγενεῖς μας, οἱ φίλοι μας, οἱ εὐεργέτες μας, ποὺ ἔφυγαν ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτὸ καὶ τὰ σώματά τους ἀναπαύονται στοὺς φροντισμένους τάφους. Εἶναι πολὺ φυσικὸ νὰ γεμίζουν δάκρυα τὰ μάτια μας, καθὼς ἀντικρύζουμε τὸ παγερὸ χῶμα ἢ τήν μαρμάρινη πλάκα νὰ σκεπάζῃ τοὺς προσφιλεῖς μας. Μὰ κάπου ἐκεῖ προβάλλεται ἕνας Σταυρός. Εἶναι τὸ σύμβολο τῆς νίκης του Χριστοῦ κατὰ τοῦ θανάτου. Αὐτές, λοιπόν, οἱ πλάκες θὰ σπάσουν μιὰ μέρα, κι ἀπὸ ὅλους τοὺς τάφους, ὅπου τῆς γῆς, θὰ ἀναστηθοῦν οἱ νεκροί μας καὶ θὰ ζήσουν μαζὺ μὲ μᾶς τὴν νέα ζωὴ τῆς αἰωνίου μακαριότητος. Θὰ μένουν τότε ἄδειοι κι οἱ δικοί μας τάφοι, κι ἡ οἰκουμένη θὰ πλημμυρίση ἀπὸ τὶς στρατιὲς τῶν ἀναστημένων ψυχῶν καὶ σωμάτων, ποὺ πῆραν τήν πνοὴ τῆς ζωῆς ἀπὸ τὸν ἀναστημένο Χριστό. Στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως ἀπαγγέλομε κάθε φορά· «προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Ἀμήν». Αὐτὴ ἡ πίστι μας, ἂς πηγάζῃ ἀπὸ τὸ κενὸ μνημεῖο τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, κι ἀπὸ τὸν γλυκὸ ἀντίλαλο τῶν ἀναστασίμων ὕμνων ποὺ ἁρμονικὰ καὶ αἰώνια ἐπαναλαμβάνει ἡ Ἐκκλησία μας.

Ἦχος β´.

Ο εὐσχήμων Ἰωσήφ,
ἀπὸ τοῦ ξύλου καθελών
τὸ ἄχραντόν σου Σῶμα,
σινδόνι καθαρά,
εἰλήσας καὶ ἀρώμασιν,
ἐν μνήματι καινῷ
κηδεύσας ἀπέθετο.
Ἀλλὰ τριήμερος
ἀνέστης, Κύριε,
παρέχων τῷ κόσμῳ
τὸ μέγα ἔλεος.

Αφοῦ ὁ Ἰωσήφ, ποὺ ἦταν ἀξιωματοῦχος τοῦ ἰουδαϊκοῦ συνεδρίου, κατέβασε ἀπὸ τὸν Σταυρὸ τὸ ἄχραντό σου Σῶμα, Χριστέ, τὸ περιτύλιξε μὲ καθαρὸ σεντόνι, τοῦ ἔβαλε ἀρώματα καὶ μέσα σὲ καινούργιο τάφο τὸ ἐτοποθέτησε ἀφοῦ πολὺ τὸ περιποιήθηκε. Ἀλλά, σὺ Κύριε, μετὰ ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες ἀνεστήθης, χαρίζοντας στὸν κόσμο τὸ μεγάλο σου ἔλεος.
Μέσα στὴ δίνη τῶν γεγονότων τῆς σταυρώσεως τοῦ Κυρίου, καὶ τὴν ὥρα ποὺ φοβισμένοι οἱ μαθηταὶ ἔχουν χάσει τὸ ἡρωϊκὸ φρόνημά τους, ὁ «κεκρυμμένος» μαθητής τοῦ Χριστοῦ, ὁ Ἰωσήφ, παίρνει τὴν πιὸ ἐπικίνδυνη πρωτοβουλία. Ἐπικίνδυνη γιὰ τὴν θέσι του, σὰν διακεκριμένου μέλους τοῦ ἰουδαϊκοῦ συνεδρίου, εὐγενικιὰ καὶ ἡρωϊκὴ γιὰ τὴν θέσι του, σὰν μαθητοῦ τοῦ Χριστοῦ. Πόσο μεγάλη τιμὴ τοῦ ἐπεφύλαξεν ὁ Θεὸς γι᾿ αὐτή του τὴν πράξι· ἀξιώθηκε ὁ Ἰωσὴφ νὰ πάρη στὰ χέρια του τὸ ἄχραντο Σῶμα τοῦ Λυτρωτοῦ, νὰ τὸ περιποιηθῇ, νὰ τὸ περιτυλίξη, νὰ τὸ ἀρωματίση, καὶ νὰ τὸ τοποθετήση σ᾿ ἕνα καινούργιο τάφο. Τὸ ὄνομά του γι᾿ αὐτὴ τήν θεάρεστη πράξι του, ἔμεινε μέσα στὴν ἱστορία, κι ὁλόκληρο τὸ γεγονὸς ἐξιστορεῖται στὴ λατρεία καὶ στὴν τέχνη τῆς Ἐκκλησίας μὲ τόση ἔμφασι. Τὸ ἴδιο συμβαίνει, σὲ ἀναλογία, πάντοτε, μέσα στὴν πορεία τῆς ζωῆς τῶν Χριστιανῶν. Ἔρχονται στιγμὲς ποὺ πρέπει πιὸ καίρια κι ἀποφασιστικά, χωρὶς προσχήματα καὶ δισταγμούς, νὰ σηκώσουμε στὰ χέρια μας καὶ στοὺς ὤμους μας κάποια εὐθύνη γιὰ τὴν ὑπόθεσι τῆς πίστεως, γιὰ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καὶ γιὰ τὴν δόξα τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ πιὸ εὔκολο εἶναι νὰ δεχώμαστε τὶς τιμὲς τὸ πιὸ δύσκολο εἶναι νὰ ἀναλαμβάνωμε τὶς εὐθῦνες. Ἐμεῖς θέλομε τὶς τιμὲς γιὰ τὸν ἑαυτό μας καὶ τὶς εὐθῦνες τὶς ἀφίνομε γιὰ τοὺς ἄλλους. Ἒ ὄχι· Αὐτὸ δὲν εἶναι πνεῦμα Χριστοῦ, δὲν εἶναι οὔτε μιὰ ἁπλὴ τιμιότητα. Τὸ χριστιανικό, τὸ ἡρωϊκὸ καὶ τὸ τίμιο στοιχεῖο στὴ ζωή μας, τὸ ἀποδεικνύει μόνον ἡ χωρὶς δισταγμοὺς καὶ συμβιβασμοὺς ἀφοσίωσί μας στὸ Χριστὸ καὶ στὰ τῆς Ἐκκλησίας. Ἕνα τέτοιο παράδειγμα μᾶς ἄφησε ὁ Ἰωσήφ, ποὺ ἀξιώθηκε νὰ ἀπολαύσῃ τόσο σύντομα τὴν χαρὰ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Διδασκάλου του. Δύσκολο εἶναι νὰ τὸν μιμηθοῦμε;

Ἦχος γ´.

Χριστὸς ἐκ νεκρῶν ἐγήγερται,
ἡ ἀπαρχὴ τῶν κεκοιμημένων,
ὁ πρωτότοκος τῆς κτίσεως,
καὶ δημιουργὸς
πάντων τῶν γεγονότων,
τὴν καταφθαρεῖσαν φύσιν
τοῦ γένους ἡμῶν
ἐν ἑαυτῷ ἀνεκαίνισεν.
οὐκέτι θάνατε κυριεύεις,
ὁ γὰρ τῶν ὅλων Δεσπότης
τὸ κράτος σου κατέλυσε.

Ο Χριστὸς ἔχει πλέον ἀναστηθῆ ἀπὸ τοὺς νεκρούς, καὶ ἔγινε ἔτσι ἡ πρώτη καὶ μοναδικὴ ἀρχὴ τῆς ἀναστάσεως αὐτῶν ποὺ ἔχουν ἀποθάνει. Αὐτὸς ὁ πρωτότοκος τῆς κτίσεως, ποὺ ἐγεννήθηκε δηλαδὴ ἀπὸ τὴν ἴδια οὐσία τοῦ Οὐρανίου Πατρὸς προαιωνίως καὶ ποὺ εἶναι συγχρόνως ὁ Δημιουργὸς ὅλων αὐτῶν ποὺ ἔχουν γίνει γύρω μας, ἔκαμε τελείως καινούργια, μὲ τὸ προσωπικό-λυτρωτικό ἔργο Του τὴν φύσιν τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, ποὺ εἶχε διαφθαρῆ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Δὲν ἔχεις πλέον καμμιὰ ἐξουσία καὶ δύναμι, θάνατε· διότι ὁ ἐξουσιαστὴς ὅλου τοῦ κόσμου Χριστὸς ἐξουδετέρωσε καὶ ὑπέταξε τὴν δύναμί σου.
Η Ἀνάστασι τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ εἶναι τετελεσμένη πράξι, ἕνα τέλειο θαῦμα, τὸ τελειότερο ὅλου τοῦ κόσμου καὶ ὅλης τῆς ἱστορίας· εἶναι μιὰ πράξι, τῆς ὁποίας οἱ συνέπειες εἶναι μιὰ συνεχὴς ροὴ εὐεργεσίας γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος. Εἶναι αὐτὸ ποὺ διατυπώνεται στὸ σημερινό «Κάθισμα»· ὁ Χριστὸς εἶναι «ἡ ἀπαρχὴ τῶν κεκοιμημένων». Καὶ δὲν ὑπάρχει πιὸ εὐαίσθητο θέμα γιὰ ὅλους μας ἀπὸ τὸ θάνατο· καὶ ἐκεῖνο, ποὺ σὰν σκέψι καὶ ἀπορία καταλαμβάνει τοὺς πιὸ πολλούς, εἶναι τί ἔγινε ἢ τί θὰ γίνῃ μὲ τοὺς προσφιλεῖς νεκρούς μας. Τόσο γιὰ μᾶς, λοιπόν, ὅσο καὶ γιὰ τούς «κεκοιμημένους» μας, ὁ ἀναστημένος Χριστὸς εἶναι ἡ ἐγγύησι γιὰ τὴν ἀνάστασι κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς ἐνδόξου παρουσίας Του. Τὸ λέγει τόσον ἐκφραστικὰ ὁ θεῖος Ἀπόστολος· «αὐτὸς ὁ Κύριος ἐν κελεύσματι, ἐν φωνῇ ἀρχαγγέλου καὶ ἐν σάλπιγγι Θεοῦ καταβήσεται ἀπ᾿ οὐρανοῦ, καὶ οἱ νεκροὶ ἐν Χριστῷ ἀναστήσονται πρῶτον» (Α´ Θεσ. δ´ 16). Μὲ τὴν βεβαία ἐλπίδα μιᾶς τέτοιας ἀναστάσεως, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ μὴ ἐνδιαφέρεται κανείς, ὅσο ζῆ, γιὰ τὴν ἀνακαίνισι τῆς ψυχῆς του, τὴν ὁποία μόνο μὲ τὴν δύναμι τοῦ Θεοῦ ἠμπορεῖ νὰ ἐπιτύχη; Ἔτσι, τὴν τραχύτητα τῆς ψυχῆς πολλῶν ἀνθρώπων ποὺ ζοῦν γύρω μας, τὴν σκληρότητά τους ἀπέναντι στὸν πόνο καὶ τὴν δοκιμασία τοῦ ἄλλου, μποροῦμε νὰ τὴν ἀποδώσωμε στὴν ἀπουσία αὐτῆς τῆς ἀνακαινίσεως, ποὺ μόνον ἀπὸ τὴν πίστι στὴν Ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ μπορεῖ νὰ ξεκινήση· γιατὶ αὐτὴ εἶναι ὁ πιὸ πλατὺς ὁρίζοντας τῆς ζωῆς. Ἀπ᾿ ἐδῶ ξεκινάει καὶ τὸ χρέος τὸ δικό μας. Νὰ δείξωμε αὐτὸν τὸν ὁλοφώτεινο ὁρίζοντα σ᾿ αὐτούς, ποὺ σκυμένοι στὴ γῆ, δὲν τὸν εἶδαν ἀκόμη, καὶ μένουν δυστυχεῖς ὁδοιπόροι τῆς ζωῆς· ἡ μεγάλη, ἡ τέλεια χαρὰ τοῦ Οὐρανοῦ εἶναι καὶ δική μας.

Ἦχος δ´.

Αναβλέψασαι τοῦ τάφου τὴν εἴσοδον,
καὶ τὴν φλόγα τοῦ Ἀγγέλου
μὴ φέρουσαι, αἱ Μυροφόροι
σὺν τρόμῳ ἐξίσταντο
λέγουσαι· Ἆρα ἐκλάπη
ὁ τῷ ληστῇ ἀνοίξας Παράδεισον;
ἆρα ἡγέρθη ὁ καὶ πρὸ πάθους
κηρύξας τὴν ἔγερσιν;
Ἀληθῶς ἀνέστη Χριστὸς ὁ Θεός,
τοῖς ἐν ᾍδη παρέχων
ζωὴν καὶ ἀνάστασιν.

Αφοῦ οἱ εὐσεβεῖς μυροφόροι γυναῖκες εἶδαν ἀνοικτὴ τὴν εἴσοδο τοῦ τάφου, ὅπου εἶχαν τοποθετήσει τὸ νεκρὸ Σῶμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, καὶ μὴ μπορῶντας νὰ ὑποφέρουν τὴν ἀστραφτερὴ ἀπὸ φῶς μορφή τοῦ ἀγγέλου, ἐξεδήλωσαν τὴν μεγάλη ἔκπληξί τους, λέγοντας· ἆραγε ἐκλάπη Αὐτὸς ποὺ ἄνοιξε στὸ ληστὴ τὸν Παράδεισο; ἆραγε ἡγέρθη ἐκ τῶν νεκρῶν Αὐτός, ποὺ καὶ πρὶν ἀπὸ τὸ ἅγιο πάθος του εἶχε κηρύξει προφητικῶς τὴν ἔγερσι; Πραγματικὰ ἀνεστήθη ὁ Χριστὸς καὶ Θεός μας, παρέχοντας σ᾿ αὐτούς ποὺ ἦσαν δέσμιοι στὰ τάρταρα τοῦ ᾍδου τὴν ζωὴ καὶ τὴν Ἀνάστασι.
Τὰ ἔχασαν μπροστὰ στὸ θέαμα τοῦ ἀστραφτεροῦ ἀγγέλου οἱ εὐσεβεῖς μαθήτριες· καὶ τὰ ἐρωτηματικά, γιὰ τὸ τὶ ἔγινε τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ τὸ εἶχαν ἐνταφιάσει, ἐγίνοντο ἐντονώτερα. Μὰ ὅταν κατάλαβαν καλὰ τὰ γεγονότα καὶ εἶδαν τὰ ὁλοφάνερα πειστήρια τῆς Ἀναστάσεώς του, ξέσπασαν σὲ εὐφρόσυνο ὕμνο· «ἀληθῶς ἀνέστη Χριστὸς ὁ Θεός...». Πολλὰ ἐρωτηματικά, ἴσως, νὰ ἔρχωνται καὶ στὴ δική σου ψυχή, ἀδελφέ μου, γιὰ τὸ ἕνα ἢ τὸ ἄλλο πρόβλημα τῆς πίστεως. Ὅταν ὅμως ἡ διάθεσί σου εἶναι ἀγαθή, ἡ ἀπάντησι θὰ ἔλθη ὁλόφωτη καὶ πειστική. Ἡ ἀνθρώπινη ἀδυναμία καὶ ὁ ἀτελὴς νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι ἀλήθεια, πὼς δὲν ἐπιτρέπουν νὰ συλλάβωμε ὁλόκληρο τὸ μυστήριο τῆς θυσίας καὶ τοῦ θριάμβου τοῦ Ἀρχηγοῦ τῆς πίστεώς μας. Γι᾿ αὐτὸ μᾶς χρειάζεται ἡ καθαρότης τῆς καρδιᾶς καὶ ἡ ταπείνωσι, γιὰ νὰ μπορέσουν τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μας νὰ βλέπουν ὅλο καὶ πιὸ πολλὲς πλευρὲς τοῦ μεγάλου θαύματος τῆς ζωῆς, ποὺ τόσο ἄπλετα τὸ φωτίζουν οἱ ἀκτῖνες τῆς Ἀναστάσεως. Εἶναι ἄδικη ἡ ἀπαίτησι ποὺ προβάλλουν μερικοί· νὰ ζοῦν δηλαδὴ τὴν ἀκάθαρτῃ ζωή τους καὶ συγχρόνως νὰ φωτίζωνται ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Στὰ ἄνομα ἔργα μας, ὄχι μόνον ὁ Θεός, μὰ οὔτε ἄγγελος δὲν κάθεται νὰ συμπαρασταθῆ. Στὴ Βηθλεὲμ καὶ στὸν Τάφο τοῦ Χριστοῦ ἐγέμισε ὁ τόπος ἀπὸ ἀγγέλους, γιατὶ τὰ πάντα εἶχε ἐξαγνίσει ἡ παρουσία τοῦ ἀγαθοῦ Θεοῦ. Ἂς καθαρίσωμε τὴν ψυχή μας καὶ τότε ὁ νοῦς μας θὰ φωτισθῇ καὶ ὁ φύλακας ἄγγελός μας δὲν θὰ λείψῃ ἀπὸ κοντά μας.

Ἦχος πλ. α´.

Τὸν Σταυρὸν τοῦ Κυρίου
ἐγκωμιάσωμεν,
τὴν ταφὴν τὴν ἁγίαν
ὕμνοις τιμήσωμεν,
καὶ τὴν Ἀνάστασιν αὐτοῦ
ὑπερδοξάσωμεν·
ὅτι συνήγειρε νεκροὺς
ἐκ τῶν μνημάτων ὡς Θεός,
σκυλεύσας κράτος θανάτου,
καὶ ἰσχὺν διαβόλου
καὶ τοῖς ἐν ᾍδη
φῶς ἀνέτειλε.

Ας συνθέσωμε ἐπαινετικὰ ἐγκώμια γιὰ τὸν τίμιο Σταυρὸν τοῦ Κυρίου, ἂς τιμήσωμε μὲ μελωδικοὺς ὕμνους τὴν ἁγία ταφή του, καὶ ἂς δοξάσωμε, ὅσο μποροῦμε πιὸ πολύ, τὴν λαμπροφόρο Ἀνάστασί του· διότι, καθὼς Ἐκεῖνος ἀνεστήθη, ἀνέστησε μαζύ του, σὰν Θεὸς ποὺ εἶναι, μέσα ἀπὸ τὰ μνήματά τους ὅλους τοὺς νεκρούς, ἀφοῦ ἐξουδετέρωσε τὴν κυριαρχία τοῦ διαβόλου, καὶ ἀνέτειλε φῶς ἀνέσπερο καὶ λυτρωτικὸ γι᾿ αὐτοὺς ποὺ ἦσαν στὸν Ἅδη.
Ο Σταυρός, ἡ Ταφὴ καὶ ἡ Ἀνάστασι εἶναι οἱ τρεῖς μεγάλοι σταθμοὶ τοῦ ἀπολυτρωτικοῦ ἔργου τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Καὶ ὁ ἐκκλησιαστικὸς ποιητὴς μᾶς καλεῖ νὰ τιμήσωμε μὲ δοξολογικοὺς ὕμνους τὰ μεγάλα αὐτὰ γεγονότα τῆς ζωῆς τοῦ Κυρίου· γιατὶ ὅλα αὐτὰ ἔγιναν γιὰ τὴν δική μας σωτηρία, ἔτσι ὥστε, νὰ μὴ φοβούμεθα τὸ θάνατο καὶ νὰ μποροῦμε νὰ νικᾶμε τὸν διάβολο. Πόσες φορὲς ἄραγε σκεπτόμαστε τὰ μεγάλα αὐτὰ δῶρα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ σὲ μᾶς, καὶ ἀφήνομε τὴν ψυχή μας νὰ τραγουδήση τὴν εὐγνωμοσύνη της στὸ Λυτρωτὴ Χριστό. Ἔχομε συνηθίσει μόνο νὰ ζητᾶμε ἀπὸ τὸν Θεό· καὶ ζητᾶμε νὰ ἱκανοποιήση ὅλα τὰ ἀτομικά μας αἰτήματα, ποὺ συνήθως συνδέονται μὲ τὸν ὑλικὸ καὶ γήϊνο ἄνθρωπο. Μὰ πέρα ἀπὸ αὐτὰ ἔχομε τὴν ὑποχρέωσι, σὲ κάθε στιγμή, νὰ αἰσθανώμεθα ἔντονη τὴν εὐγνωμοσύνη πρὸς τὸν Θεό, ποὺ χάρις στὸ ἀπολυτρωτικὸ ἔργο τοῦ Υἱοῦ του, ἀδιακόπως μεριμνᾶ γιὰ τὴν σωτηρία τῶν παιδιῶν του. Εἶναι δὲ τόσο τὸ μέγεθος τῆς ἀγάπης καὶ τῆς προνοίας τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ὥστε τελικὰ κι αὐτὴ ἡ δοξολογία τοῦ Ὀνόματός του, πάλι τὸν ἴδιο ἄνθρωπο οἰκοδομεῖ καὶ τὸν προάγει στὴν ἁγιότητα· γιατὶ ὅποιος δοξολογεῖ τὸν Θεὸ μέσα ἀπὸ τὴν ψυχή του, ἑνώνεται μὲ τὸν Θεὸν καὶ ἐμπνέεται ἀπὸ τὸ Πνεῦμα του.

Ἦχος πλ. β´.

Τοῦ τάφου ἀνεωγμένου,
τοῦ ᾍδου ὀδυρομένου,
ἡ Μαρία ἐβόα
πρὸς τοὺς κεκρυμμένους
Ἀποστόλους· ἐξέλθετε
οἱ τοῦ ἀμπελῶνος
ἐργάται, κηρύξατε
τὸν τῆς ἀναστάσεως λόγον·
ἀνέστη ὁ Κύριος,
παρέχων τῷ κόσμῳ
τὸ μέγα ἔλεος.

Οταν ὁ τάφος, ὅπου εἶχε ταφῆ ὁ Χριστός, εἶχε πιὰ ἀνοιχθῆ μὲ τὴν θριαμβευτικὴ Ἀνάστασί του, καὶ ἐνῶ ὁ Ἅδης ὠδυρόταν γιὰ τὴν συντριβή του ἀπὸ τὸν θριαμβευτὴ Χριστό, ἡ Μαρία ἔλεγε φωναχτὰ πρὸς τοὺς κρυμμένους ἀπὸ φόβο καὶ ἀπελπισία Ἀποστόλους· βγῆτε ἔξω γιὰ δουλειὰ οἱ ἐργάτες τοῦ ἀμπελῶνος τοῦ Κυρίου, κηρύξατε σ᾿ ὅλο τὸν κόσμο τὴν μεγάλη ἀλήθεια τῆς Ἀναστάσεως· ἀνεστήθη ὁ Χριστὸς καὶ Κύριός μας παρέχοντας σ᾿ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους τὸ ἀπέραντο ἔλεός του.
Καινούργιος ἀμπελώνας ἕτοιμος γιὰ πρωτογνώριστη καλλιέργεια, ἦταν ὁ κόσμος, μετὰ τὴν Ἀνάστασι τοῦ Κυρίου. Καὶ ἡ καλλιέργεια θὰ γινόταν μὲ τὸ κήρυγμα τῆς Ἀναστάσεως· τι ἄλλο θὰ μποροῦσε νὰ ἦταν σημαντικώτερο καὶ ἰσχυρότερο γιὰ τὴν ἱστορία τοῦ κόσμου; «Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός, οὐρανός τε καὶ γῆ καὶ τὰ καταχθόνια», ψάλλει ὁ Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, γιὰ νὰ δώσῃ τὶς διαστάσεις τοῦ μεγάλου γεγονότος. Ἀπὸ τότε καὶ μετὰ τὶς ἐμφανίσεις τοῦ Ἀναστάντος Κυρίου ἐνώπιον τῶν μαθητῶν του, οἱ ἐργάτες τοῦ ἀμπελῶνος μὲ ἐξοπλισμὸ ἀκαταμάχητο, τὸ μήνυμα τῆς Ἀναστάσεως, ὀργώνουν ὁποιοδήποτε γνωστὸ σημεῖο τῆς Γῆς. Τὸ ἴδιο μήνυμα ἀναπτερώνει τὶς ἐλπίδες, γιγαντώνει τὴν θέλησι, ἀνανεώνει τὸ φρόνημα γιὰ τοὺς ὡραίους ἀγῶνες της ἀρετῆς, μέσα σ᾿ ὁλόκληρη τὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ σύ, λοιπόν, ἀδελφέ μου, συνεχιστὴς στὸ ἔργο τοῦ εὐαγγελισμοῦ τῶν ἀνθρώπων, γίνου ἕνας τίμιος ἐργάτης τοῦ ἀμπελῶνος. Πάρε ἀπὸ τὸ φῶς τῆς Ἀναστάσεως, γιὰ νὰ φωτίσης τήν ψυχή σου, πάρε ἀπὸ τὴν εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ γιὰ νὰ γαληνεύσης τὴν καρδιά σου, πάρε ἀπὸ τὴν φωτιὰ τῆς ἀγάπης του γιὰ νὰ μείνη ἡ καρδιά σου «καιομένη». Μόνον ἔτσι, μὲ πνευματικὸ φῶς στὴν ψυχή σου καὶ θεία δύναμι στὴ θέλησί σου, θὰ προσθέσης τὴν ταπεινὴ διακονία σου στὸ ἔργο τοῦ εὐαγγελισμοῦ τῶν ἀνθρώπων· «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη», παραγγέλει ὁ Χριστός.

Ἦχος βαρύς.

Η ζωὴ ἐν τῷ τάφῳ ἀνέκειτο
καὶ σφραγὶς ἐν τῷ λίθῳ ἐπέκειτο·
ὡς Βασιλέα ὑπνοῦντα
στρατιῶται ἐφύλαττον Χριστὸν
καὶ ἄγγελοι ἐδόξαζον
ὡς Θεὸν ἀθάνατον,
Γυναῖκες δὲ ἐκραύγαζον·
Ἀνέστη ὁ Κύριος,
παρέχων τῷ κόσμῳ
τὸ μέγα ἔλεος.

Η ζωή, δηλαδὴ ὁ Χριστός, βρισκόταν μέσα στὸν τάφο καὶ μιὰ σφραγῖδα ἀσφαλείας εἶχε τοποθετηθῆ πάνω στὴν πέτρα τοῦ μνημείου· οἱ στρατιῶτες ἐφύλασσαν τὸν Χριστὸ σὰν ἕνα Βασιλιᾶ ποὺ κοιμόταν καὶ οἱ ἄγγελοι στοὺς οὐρανοὺς τὸν ἐδόξαζαν σὰν ἀθάνατο Θεό, οἱ Γυναῖκες δὲ ἔψαλλαν δυνατά· ἀνεστήθη ὁ Κύριος, παρέχοντας στόν κόσμο τὸ μεγάλο του ἔλεος.
Οὔτε ὁ τάφος, οὔτε τὸ σφράγισμά του μὲ τὴν βαρειὰ πέτρα, οὔτε οἱ φύλακες στρατιῶτες κατώρθωσαν νὰ ἐμποδίσουν τὴν Ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ· γιατὶ ὁ Χριστὸς ἦταν ἡ δύναμι καὶ ἡ ζωή. Τίποτε δὲν μποροῦσε νὰ ἀντισταθῆ στὸ πρόσταγμά του, ὅταν ἦταν στὴ γῆ· καὶ τίποτε δὲν μποροῦσε τώρα, νὰ κρατήση στὴ φθορὰ τὸν Ἀρχηγὸ τῆς ζωῆς. Αὐτὴ τὴν δύναμι, μετὰ τὴν Ἀνάστασί του, τὴν χορηγεῖ σ᾿ ὅλους τοὺς δικούς του μαθητάς. Ὅσοι εἶναι παιδιὰ δικά του, ὅσοι Τὸν πιστεύουν σὰν Λυτρωτὴ καὶ Σωτῆρα, ὅσοι κοινωνοῦν μαζί του μὲ τὰ ἱερὰ μυστήρια καὶ τὴν προσευχή, αὐτοὶ παίρνουν ἀπὸ τὴν δύναμί του. Γι᾿ αὐτὸ οἱ Χριστιανοὶ ἐφάνηκαν τόσο δυνατοὶ στὶς πιὸ σκληρὲς δοκιμασίες τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Χριστὸς ἦταν ἡ πηγὴ τῆς δυνάμεώς τους. Καὶ τὸ ἴδιο γίνεται σ᾿ ὅλες τὶς ἐποχές. Σ᾿ αὐτὴ τὴν δύσκολη καὶ ἀντιφατικὴ ἐποχή μας, μέσα στὴν ποικιλία τῶν νέων πειρασμῶν, οἱ Χριστιανοὶ ἀποδεικνύονται πανίσχυροι· διατηροῦν τὴν καθαρότητα τῆς ζωῆς· ὁμολογοῦν τὴν πίστι τους διακρίνονται γιὰ τὸ φρόνημά τους· φωτίζουν μὲ τὸ παράδειγμά τους. Αὐτὸς ποὺ τοὺς ἐνισχύει εἶναι ὁ Χριστός. Ὁ Ἀπόστολος τὸ ἔλεγε ἀπερίφραστα· «πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῶντί Χριστῷ». Την ἴδια δύναμι παίρνουμε ὅλοι, κάθε Κυριακὴ ἰδιαίτερα, ὅταν συγκεντρωμένοι στὸ Ναό μας, ἀκοῦμε γιὰ τὸν ἄδειον τάφο, ποὺ ἀπὸ μέσα του ἀνέτειλε ἡ δύναμι, ἡ ζωὴ καὶ τὸ φῶς. Ἀπὸ τότε ὁ Χριστὸς δὲν ἔλειψε ποτὲ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία του· δὲν ἔφυγε ποτὲ ἀπὸ κοντά μας. Εἶναι δίπλα μας καὶ μέσα στὴν ψυχή μας. Ἂς Τὸν κρατήσωμε, λοιπόν, μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν διαγωγή μας, μὲ τὸν καθημερινὸ ἀγῶνα γιὰ τὴν ἀρετή, γιὰ νὰ μένωμε δυνατοὶ καὶ ἀκμαῖοι σ᾿ ὅλη τὴν ἀγωνιστικὴ πορεία τῆς ζωῆς μας.

Ἦχος πλ. δ´.

Ανέστης ἐκ νεκρῶν,
ἡ ζωὴ τῶν ἁπάντων
καὶ Ἄγγελος φωτός,
ταῖς Γυναιξὶν ἐβόα·
Παύσασθε τῶν δακρύων,
τοῖς Ἀποστόλοις εὐαγγελίσασθε·
κράξατε ἀνυμνοῦσαι·
ὅτι ἀνέστη Χριστὸς ὁ Κύριος
ὁ εὐδοκήσας σῶσαι ὡς Θεός,
τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων.

Ανεστήθης ἀπὸ τοὺς νεκροὺς σὺ Κύριε, ποὺ εἶσαι ἡ ζωὴ ὅλου τοῦ κόσμου, καὶ Ἄγγελος φωτεινὸς ἔλεγε στὶς εὐλαβικὲς Γυναῖκες· σταματῆστε τὰ δάκρυα, δόστε τὸ εὐχάριστο ἄγγελμα στοὺς Ἀποστόλους· φωνάξατέ το μὲ ψαλμούς, καὶ ὕμνους· διότι ἀνεστήθη ὁ Χριστὸς καὶ Κύριος, ποὺ ηὐδόκησε νὰ σώσῃ ὡς Θεὸς τὸ ἀνθρώπινο γένος.
Εὰν πιὸ συναισθηματικὲς οἱ μαθήτριες ἄφηναν νὰ κυλοῦν τὰ δάκρυά τους γιὰ τὸν θάνατο τοῦ Διδασκάλου. Ἀλλὰ ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ τοὺς ἔδωσε τὴν πρώτη ἀπίστευτη πληροφορία· ὅτι ὁ Χριστὸς ἀνεστήθη. Ἔτσι, τὰ δάκρυα ἔπρεπε νὰ σταματήσουν, καὶ γρήγορα οἱ ἴδιες εὐλαβικὲς γυναῖκες νὰ μεταφέρουν τὸ μήνυμα τῆς Ἀναστάσεως στοὺς μαθητάς. Τὰ γεγονότα ἐξελίχθησαν, σύμφωνα μὲ τὶς ἐντολὲς ποὺ μετέφερε ὁ Ἄγγελος ἀπὸ τὸν Θεό. Καὶ οἱ πηγὲς τῶν πικρῶν δακρύων, ἔγιναν πηγὲς δακρύων χαρᾶς γιὰ τὴν καινούργια ἡμέρα, ποὺ ἀνέτειλε στὸν κόσμο. Πόσες φορὲς κι ἐμεῖς ὅλοι δὲν αἰσθανόμαστε νὰ γεμίζουν ἀπὸ δάκρυα τὰ μάτια μας γιὰ τὴν μιὰ ἢ τήν ἄλλη δοκιμασία; Κι ὅταν αὐτὴ παρατείνεται, τότε μὲ ἀγωνία περιμένομε τὴν ἀνατολὴ μιᾶς νέας ἡμέρας, γιὰ νὰ στερέψουν οἱ πηγὲς τῶν δακρύων. Τὸ ἐρώτημα εἶναι, τί κάνομε ἀκριβῶς γιὰ νὰ δοῦμε στὴ ζωή μας τὸν ἄγγελο τοῦ Θεοῦ, ποὺ θὰ μᾶς παρηγορήσῃ ἢ θὰ μᾶς ἀναγγείλη τὴν νέα εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Ἔχομε, δηλαδή, προετοιμάσει τὸν ἑαυτό μας γιὰ τὶς θλίψεις; κι ὅταν αὐτὲς ἔρχωνται, ἔχομε τὴν πίστι καὶ τὴν ἐλπίδα, ὅτι ὁ Θεὸς ποὺ μᾶς ἀγαπάει τόσο, δὲν θὰ μᾶς ἀφήσῃ νὰ πειρασθοῦμε, παρὰ πάνω ἀπὸ ὅσο ἀντέχομε; Ἐὰν ναί, τότε ἂς μῄ σταματήσωμε νὰ ἀναθέτωμε σ᾿ ἐκεῖνον τὴν ἐλπίδα μας· νὰ γονατίζωμε πολλὲς φορές, μὲ πίστι καὶ εὐλάβεια, ὥστε τὰ δάκρυα καὶ ἡ ἱκετευτικὴ φωνή μας νὰ γίνωνται εὐπρόσδεκτα ἀπὸ τὴν ἀγάπη του γιὰ μᾶς. Εὐλογημένοι, λοιπόν, εἶναι ἐκεῖνοι οἱ Χριστιανοὶ ποὺ γνωρίζουν νὰ ὑπομένουν, νὰ πιστεύουν καὶ νὰ ἐλπίζουν. Ἡ λύπη, κάποια μέρα, θὰ γίνῃ χαρά· μὰ ἡ πιὸ βέβαιη καὶ ἡ πιὸ μεγάλη χαρὰ τοὺς περιμένει στοὺς Οὐρανούς, ὅπου αὐτός ὁ Κύριος θὰ τοὺς ἀποδώση τὸ βραβεῖο γιὰ τὴν πίστι καὶ τὴν ἐλπίδα τους.


Εξαποστειλάρια

Τὸ Α´.

Τοῖς μαθηταῖς συνέλθωμεν
ἐν ὄρει Γαλιλαίας,
πίστει Χριστὸν θεάσασθαι,
λέγοντα ἐξουσίαν
λαβεῖν τῶν ἄνω καὶ κάτω·
μάθωμεν πῶς διδάσκει,
βαπτίζειν εἰς τὸ ὄνομα
τοῦ Πατρὸς ἔθνη πάντα
καὶ τοῦ Υἱοῦ
καὶ ἁγίου Πνεύματος καὶ συνεῖναι
τοῖς μύσταις, ὡς ὑπέσχετο,
ἕως τῆς συντελείας.

Ας συγκεντρωθοῦμε μαζὶ μὲ τοὺς μαθητὰς τοῦ Κυρίου στὸ ὄρος τῆς Γαλιλαίας, ὅπως τοὺς ὥρισε Ἐκεῖνος, καὶ μὲ πίστι πολλὴ ἂς κυττάξωμε τὸν ἀναστάντα Χριστὸ καὶ ἂς τὸν ἀκούσωμε νὰ λέη, ὅτι ἐπῆρε πλέον καὶ μὲ τὴν ἀνθρωπίνη φύσι του τὴν ἐξουσία τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς· νὰ μάθωμεν ἀκόμη κατὰ ποῖο τρόπο διδάσκει νὰ βαπτίζουν οἱ μαθηταί του ὅλους ἐκείνους ποὺ ἀνήκουν ἀκόμη στὰ εἰδωλολατρικὰ ἔθνη, στὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· καὶ ὅτι θὰ μείνῃ μαζὺ μὲ τοὺς μαθητάς του καθὼς Ἐκεῖνος ἔδωκε τὴν ὑπόσχεσι, μέχρι τῆς συντελείας τῶν αἰώνων.
Εὰν φαντασθοῦμε μιὰ τέτοια κοινὴ συγκέντρωσι μὲ τὸ Χριστὸ καὶ τοὺς μαθητάς του, ἡ ψυχή μας σκιρτάει ἀπὸ ἀνέκφραστη χαρά. Εἶναι μικρὸ νὰ βλέπης τὸν ἀναστημένο Χριστὸ καὶ νὰ σοῦ ὁμιλῆ γιὰ τὴν δόξα του καὶ νὰ σὲ διδάσκη τὸ θέλημά του; Εὐσεβεῖς πόθοι τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ὑμνογράφου, θὰ εἰποῦν μερικοί. Καὶ ὅμως δέν εἶναι ἔτσι. Ἀρκεῖ νὰ σκεφθοῦμε τὴν εὐχαριστιακὴ σύναξι τῆς Κυριακῆς, δηλαδὴ τὴν συμμετοχή μας στὴν Θεία Λειτουργία τῆς Κυριακῆς, γιὰ νὰ εἴμεθα ἀκριβῶς μέσα σ᾿ αὐτὴν τὴν ἀτμόσφαιρα τῆς ἁγιότητος καὶ τῆς πραγματικῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ. Στὸ ναό μας, κάθε Κυριακή, συγκεντρωμένοι μὲ τοὺς λειτουργοὺς τοῦ Κυρίου, συγκροτοῦμε τὴν Ἐκκλησία, μὲ κεφαλὴ τὸν Χριστό μας. Βαπτισμένοι στὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ σὲ κοινωνία μὲ τὴν θριαμβεύουσα Ἐκκλησία, περιμένομε τήν στιγμή, ποὺ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, θὰ μετατρέψῃ τὰ τίμια δῶρα σὲ Σῶμα καὶ Αἷμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Κι ὅταν μετὰ ἀπὸ λίγο θὰ γινώμεθα μέτοχοι τοῦ Ποτηρίου, θὰ ἔχωμε μέσα μας τὸ Χριστὸ σταυρωμένο καὶ ἀναστημένο, ὅπως τὸ εἶπε ὁ θεῖος Ἀπόστολος «ὁσάκις γὰρ ἂν ἐσθίητε τὸν ἄρτον τοῦτον καὶ τὸ ποτήριον πίνητε τὸν ἐμὸν θάνατον καταγγέλετε». (Α´ Κορ. ια´ 26). Νὰ λοιπὸν ἡ συνάντησι μὲ τὸν Χριστό, ἢ καλύτερα, ἡ ἕνωσι μετὰ τοῦ Χριστοῦ «εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ εἰς ζωὴν αἰώνιον». Ἀμήν.

Τὸ Β´.

Τὸν λίθον θεωρήσασαι
ἀποκεκυλισμένον
αἱ μυροφόροι ἔχαιρον·
εἶδον γὰρ νεανίσκον
καθήμενον ἐν τῷ τάφῳ
καὶ αὐτὸς ταύταις ἔφη·
Ἰδοὺ Χριστὸς ἐγήγερται·
εἴπατε σὺν τῷ Πέτρῳ
τοῖς μαθηταῖς·
Ἐν τῷ ὄρει φθάσατε Γαλιλαίας,
ἐκεῖ ὑμῖν ὀφθήσεται,
ὡς προεῖπε τοῖς φίλοις.

Οταν οἱ μαθήτριες τοῦ Κυρίου, ποὺ ἔφερναν τὰ μύρα γιὰ νὰ ἀλείψουν τὸ ἄχραντο Σῶμα Του, εἶδαν πὼς εἶχε μετακινηθῆ ὁ λίθος ἀπὸ τὸ μνημεῖο, ἐγέμισαν ἀπὸ χαρά· διότι συγχρόνως εἶδαν νὰ κάθεται ἐπάνω στὸν ἄδειο τάφο ἕνας λαμπροφορεμένος ἄγγελος καὶ αὐτὸς τοὺς εἶπε· Κυττάξτε, ὁ Χριστὸς ἔχει ἀναστηθῆ· ἀναγγείλατέ το στούς μαθητὰς καὶ στὸν Πέτρο μαζύ· καὶ τρέξετε ἀμέσως στὸ γνωστὸ ὄρος τῆς Γαλιλαίας, διότι ἐκεῖ πρόκειται νὰ ἐμφανισθῇ γιὰ χάρι σας, καθὼς προεῖπε στοὺς ἀγαπητούς του μαθητάς.
Τὸ γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου γνωστοποιεῖται γιὰ πρώτη φορὰ στὸ κύκλο τῶν προσφιλῶν του προσώπων. Οἱ ψυχές τους πλημμυρίζουν ἀπὸ χαρά. Οἱ ἐλπίδες τους ἀναπτερώνονται. Ὁ Πέτρος ξαναβρίσκει τὸν ἑαυτό του καὶ τρέχει πότε στὸν κενὸ τάφο καὶ πότε στὸ ὄρος τῆς Γαλιλαίας. Ἀπὸ στόμα σὲ στόμα ἡ Ἀνάστασι τοῦ Κυρίου θὰ πληρώσῃ ὅλη τὴν Ἱερουσαλὴμ καί, μετὰ τὴν Πεντηκοστή, ὁλόκληρο τὸν κόσμο.
Αὐτὸ τὸ ἀναστάσιμο μήνυμα μᾶς φέρει καὶ σήμερα, ἡμέρα Κυριακή, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἀγαπητὲ ἀναγνώστα. Ἐὰν αὐτὸ τὸ μήνυμα δὲν ἀνανεώνεται μέσα μας, τότε θὰ νεκρωθοῦμε ψυχικά. Ἡ Ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἀνάστασι τῆς ψυχῆς κάθε χριστιανοῦ. Εἶναι τόσοι οἱ πειρασμοί, εἶναι τόσοι οἱ τοξευμοὶ τοῦ διαβόλου, ὥστε, ἂν κυριαρχήσῃ ἡ ἁμαρτία, ὁ πνευματικὸς θάνατος θὰ εἶναι βέβαιος γιὰ μᾶς. Ἕνας χριστιανὸς ὅμως, μὲ ἀναστημένη ψυχή, ξέρει νὰ γρηγορῆ, νὰ ἀγωνίζεται, νὰ προσεύχεται, νὰ κοινωνῆ, νὰ μελετᾷ καὶ νὰ βρίσκεται πάντοτε, μὲ ἀνοιχτὰ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς του, μπροστὰ στὸ κενὸ τάφο τοῦ Κυρίου ἢ στὸ ὄρος τῆς Γαλιλαίας· γιὰ νὰ δῆ τὸν Χριστὸ ἀναστημένο καὶ παντοδύναμο, νὰ εὐλογῆ καὶ νὰ ἁγιάζῃ αὐτοὺς ποὺ τὸν πιστεύουν. Ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ· ἀνάστασι τῶν ψυχῶν μας· κήρυγμα πανευφρόσυνο, ἀναλλοίωτο καὶ αἰώνιο· αὐτὴ ἡ χαρά μας, αὐτὴ καὶ ἡ ἐλπίδα μας.

Τὸ Γ´.

Οτι Χριστὸς ἐγήγερται
μή τις διαπιστείτω·
ἐφάνη τῇ Μαρίᾳ γάρ,
ἔπειτα καθωράθη
τοῖς ἐν ἀγρὸν ἀπιοῦσι·
μύσταις δὲ πάλιν ὤφθη
ἀνακειμένοις ἕνδεκα,
οὓς βαπτίζειν ἐκπέμψας
εἰς οὐρανούς,
ὅθεν καταβέβηκεν, ἀνελήφθη,
ἐπικυρῶν τὸ κήρυγμα
πλήθεσι τῶν σημείων.

Ας μὴ ἀμφιβάλλη κανεὶς ὅτι ὁ Χριστὸς ἔχει ἀναστηθῆ ἐκ νεκρῶν· διότι ἐνεφανίσθη στὴ Μαρία, ἔπειτα παρουσιάσθηκε σὲ δυὸ ἀπὸ τοὺς μαθητάς ποὺ ἐπήγαιναν σὲ κάποιο ἀγρό· πάλιν δὲ ἐνεφανίσθη στοὺς ἕνδεκα μαθητὰς ποὺ εἶχαν συγκεντρωθῆ γιὰ νὰ συζητήσουν καὶ νὰ δειπνήσουν· ἀφοῦ δὲ ἔδωκε τὴν ἐντολὴ σ᾿ αὐτοὺς τούς μαθητὰς γιὰ νὰ βαπτίζουν, ἀνελήφθη στοὺς Οὐρανούς, ἀπὸ ὅπου εἶχε κατεβῆ, ἐπικυρώνοντας ἔτσι τὴν ἀναγγελία γιὰ τὸ γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως μὲ πλήθη τέτοιων ἀποδεικτικῶν σημείων.
Όποιος ἀμφιβάλλει γιὰ τὴν Ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ, ἀμφιβάλλει αὐτομάτως γιὰ ὅλη τὴν προσωπική του πνευματική ὑπόστασι· καταδικάζει τὸν ἑαυτό του σὲ μιὰ πρόσκαιρη, ἐπίγεια ζωή, χωρὶς τὴν προέκτασι τῆς αἰωνιότητος, ποὺ μᾶς ἐχάρισε ὁ ἀναστημένος Χριστός. Τὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια καὶ οἱ ὕμνοι τῆς Ἐκκλησίας μᾶς θυμίζουν τὰ συγκεκριμένα περιστατικὰ τῶν ἐμφανίσεων τοῦ Κυρίου μετὰ τὴν Ἀνάστασί του, μὲ τοὺς αὐτόπτες μάρτυρες, καὶ κυρίως τοὺς Ἀποστόλους, πού, μετὰ ἀπ᾿ αὐτὴ τὴν ἀναστάσιμη ἐμπειρία καὶ τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου, ἐκήρυξαν σ᾿ ὅλο τὸν κόσμο τὸ Εὐαγγέλιο.
Τί εἶναι ἡ Ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ, σὰν γεγονός, γιὰ τὴν δική μας ψυχή; Ἐνισχύει τὸ ἱεραποστολικό μας φρόνημα; Ἀνανεώνει πάντοτε μέσα μας τὴν ἐλπίδα γιὰ τὸν Οὐρανό; Δίνει φτερὰ στὰ πόδια μας γιὰ νὰ γίνωμε κήρυκες τῆς ἀγάπης; Mᾶς φέρνει στὴν ἀναστάσιμη λειτουργία τῆς Κυριακῆς, γιὰ νὰ τὴν ξαναζήσωμε μυστηριακά; Ἐὰν ἔχωμε τέτοια σκιρτήματα ψυχῆς, τότε σημαίνει πὼς ἡ φλόγα τῆς Ἀναστάσεως καίει μέσα στὴν ὕπαρξί μας, καὶ ὁ ἀναστὰς Χριστὸς κατευθύνει τὴν ζωή μας. Ὁ ὄρθρος τῆς Κυριακῆς μὲ τὰ Εὐλογητάρια, μὲ τὰ ἀναστάσιμα Ἐξαποστειλάρια καὶ τοὺς ὕμνους τῶν Αἴνων, ἂς εἶναι μιὰ νέα ἀφορμή, κάθε φορά, γιὰ τὴν εἴσοδο καὶ τὴν παραμονή μας στὸν ἀτέλειωτο λειτουργικὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας μας.

Τὸ Δ´.

Ταῖς ἀρεταῖς ἀστράψαντες,
ἴδωμεν ἐπιστάντας
ἐν ζωηφόρῳ μνήματι
ἄνδρας ἐν ἀστραπτούσαις
ἐσθήσεσι μυροφόροις
κλινούσαις εἰς γῆν ὄψιν·
τοῦ οὐρανοῦ δεσπόζοντος
ἔγερσιν διδαχθῶμεν
καὶ πρὸς ζωὴν
ἐν μνημείῳ δράμωμεν σὺν τῷ Πέτρῳ,
καὶ τὸ πραχθὲν θαυμάσαντες,
μείνωμεν Χριστὸν βλέψαι.

Λαμπροφορεμένοι μὲ τὶς ἀρετὲς τοῦ Χριστοῦ, ἂς δοῦμε νὰ στέκωνται στὸ κενὸ σημεῖο, ἀπὸ ὅπου ἀνέτειλε ἡ νέα ζωή, δυὸ ἀγγέλους ντυμένους μὲ ἀστραφτερὰ φορέματα, μπροστὰ στὶς μυροφόρους, ποὺ ἔκλιναν τὸ πρόσωπό τους πρὸς τὴ γῆ, ἀπὸ τὴ λάμψι ποὺ ἀντίκρυσαν· τὴν ὥρα αὐτὴ ποὺ ἐδέσποζεν ὁ Οὐρανός, ἂς διδαχθοῦμε τὴν Ἀνάστασι τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ἂς τρέξωμε μαζὶ μὲ τὸν Πέτρο πρὸς τὸ μνημεῖο, ἐκεῖ ποὺ εὑρίσκεται ἡ ἀληθινὴ ζωή, καὶ ἀφοῦ θαυμάσωμε τὴν νέα αὐτὴ πραγματικότητα, ἂς παραμείνωμε γιὰ νὰ δοῦμε τὸν ἀναστημένο Χριστό.
Πόσο πηγαία καὶ εἰλικρινὴς εἶναι ἡ ἐπιθυμία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ὑμνογράφου, νὰ βρεθῆ μπροστὰ στὸν κενὸ τάφο τοῦ Χριστοῦ! Ἔρχεται στὸ νοῦ ἡ εἰκόνα τῆς παρουσίας τῶν λαμπροφορεμένων ἀγγέλων, τῶν σεμνῶν καὶ φοβισμένων μυροφόρων· σκέπτεται ἔπειτα τὴν δύναμι τοῦ Οὐρανοῦ καὶ ζητεῖ νὰ τρέξωμε στὸν τάφο, γιὰ νὰ θαυμάσωμε τὴν Ἀνάστασι καὶ νὰ ἀντικρύσωμε τὸν Χριστό.
Ὅλο τὸ μυστικὸ γιὰ τὴν ἐπιτυχία αὐτῆς τῆς πορείας, ὁ ποιητής, τὸ περικλείει στὶς τρεῖς πρῶτες λέξεις τοῦ ὕμνου· «ταῖς ἀρεταῖς ἀστράψαντες». Γιὰ νὰ δοῦμε τὴν λαμπρότητα τῆς Ἀναστάσεως, πρέπει νὰ ἀστράφτωμε κι ἐμεῖς μὲ τὶς ἀρετές μας. Χωρὶς τὴν ἁγνότητα τῶν προθέσεων, χωρὶς τὴν καθαρότητα τῆς ψυχῆς, χωρίς τὴν δύναμι τῆς πίστεως, χωρὶς τὸν ὁπλισμὸ τῆς ἀγάπης, χωρὶς τὸν φωτισμὸ τῆς καλωσύνης, πῶς μποροῦμε νὰ ἀντικρύσωμε τὸν κενὸ τάφο καὶ τὸν Χριστὸ; Ἂν λοιπόν τὴν καρδιά μας κατακαίη μιὰ τέτοια ἐπιθυμία, ἂς κυττάξωμε νὰ λαμπροστολιστοῦμε μὲ τὶς ἀρετές, γιὰ νὰ ἀξιωθοῦμε μιᾶς τέτοιας μεγάλης τιμῆς.

Τὸ Ε´.

Η ζωὴ καὶ ὁδὸς Χριστὸς
ἐκ νεκρῶν τῷ Κλεόπᾳ
καὶ τῷ Λουκᾷ συνώδευσεν,
οἶσπερ καὶ ἐπεγνώσθη
εἰς Ἐμμαούς, κλῶν τὸν ἄρτον·
ὦν ψυχαὶ καὶ καρδίαι
καιόμεναι ἐτύγχανον,
ὅτε τούτοις ἐλάλει
ἐν τῇ ὁδῷ
καὶ Γραφαῖς ἡρμήνευεν, ἂ ὑπέστη·
μεθ᾿ ὧν, «ἠγέρθη», κράξωμεν,
«ὤφθη τε καὶ τῷ Πέτρῳ».

Ο ἀναστημένος ἀπὸ τοὺς νεκροὺς Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, ποὺ εἶναι ἡ πραγματικὴ ζωὴ καὶ ἡ ὁδὸς συνώδευσε τοὺς δυὸ ἀποστόλους, τὸν Κλεόπα καὶ τὸ Λουκᾶ στήν πορεία πρὸς τὴν κωμόπολι Ἐμμαούς, ὅπου βεβαίως, ὅταν ἔφθασαν, ἀπεκαλύφθη σ᾿ αὐτούς, τὴν ὥρα ἀκριβῶς ποὺ ἔκοβε σὲ κομμάτια καὶ τοὺς ἐμοίραζε τὸν ἄρτο· αὐτῶν τῶν ἀποστόλων οἱ ψυχὲς καὶ οἱ καρδιὲς εἶχαν κυριευθῆ ἀπὸ τὴν φλόγα τοῦ θείου ζήλου καὶ τῆς ἀφοσιώσεως στὸ Χριστό, ὅταν ὡμιλοῦσε σ᾿ αὐτοὺς σὲ ὅλο τὸ διάστημα τῆς πορείας, καὶ τοὺς ἐξηγοῦσε μὲ τὶς ἅγιες Γραφές, ὅσα μαρτύρια ὑπέφερε κατὰ τὴν σταυρικὴ θυσία του· μαζὺ μ᾿ αὐτοὺς τοὺς ἀποστόλους ἂς φωνάξωμε χαρούμενα, ὅτι ἀνεστήθη ὁ Χριστὸς καὶ ἐνεφανίσθη καὶ στὸν Πέτρο.
Μπορεῖ νὰ μὴ τὸν ἀνεγνώρισαν ἀμέσως τὸν Χριστὸ οἱ δυὸ ἀπόστολοι, ἀγαπητὲ ἀναγνῶστα· ὅμως ἡ καρδιά τους ἐφλέγετο ἀπὸ τὸν θεῖο ζῆλο καὶ τὴν ἀφοσίωσι σ᾿ αὐτόν, ἐπειδὴ ἦτο ὁ Κύριός τους κι ὁ Διδάσκαλός τους. Κι ἔτσι ἀξιώθηκαν, ἔστω καὶ τὴν τελευταία στιγμή, νὰ τὸν δοῦν πάλι μπροστά τους καὶ νὰ μείνουν ἐκστατικοί, ὅταν τὸν ἔχασαν ἀπὸ τὰ μάτια τους. Μερικὲς φορὲς ζητοῦμε ὅλοι μας νὰ καταλάβωμε περισσότερα πράγματα ἀπὸ τὴν ζωὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ εἰσδύσωμε βαθύτερα στὸ μυστήριο τῆς θείας οἰκονομίας του. Μὰ αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ γίνη μόνο μὲ μαθηματικὲς ἀντιλήψεις καὶ λογικὰ σχήματα. Πρὶν ἀπ᾿ ὅλα χρειάζεται αὐτὸς ὁ θερμός ζῆλος καὶ ἡ ἀφοσίωσι στὸ Χριστό· τὸ ἀποστολικὸ φρόνημα καὶ ὁ θεῖος φόβος· τὸ δόσιμο τῆς καρδιᾶς στὸ Χριστό, καὶ ἡ ἔμπνευσι τῆς ζωῆς μας ἀπὸ τὴν Χάρι του· γιατὶ ἡ πίστι προηγεῖται ἀπὸ τὴν πεποίθησι καὶ τὴν γνῶσι· ἡ πίστι εἶναι δῶρο τοῦ οὐρανοῦ, ἐνῷ ἡ γνῶσι εἶναι ἀπόκτημα τοῦ ἀνθρώπου. Χρειάζεται ἡ πίστι γιὰ νὰ ἀποκαλυφθεῖ καὶ σὲ μᾶς ὁ Χριστὸς καὶ νὰ μᾶς ἐξηγήση ὁ ἴδιος τὸ Πάθος του καὶ τὴν Ἀνάστασί του. Θὰ ἦταν ὥρα εὐλογίας καὶ ἀνέκφραστης χαρᾶς, ὅταν παίρναμε κι ἐμεῖς τὴν πορεία πρὸς κάποιους Ἐμμαοὺς γιὰ νὰ ἀξιωθοῦμε, μὲ θερμὴ τὴν καρδιά μας ἀπὸ ἀγάπη στὸ Χριστό, νὰ τὸν δοῦμε νὰ τεμαχίζη τὸν ἄρτο καὶ νὰ μᾶς προσφέρη τὴν μερίδα μας.

Τὸ ΣΤ´.

Δεικνύων ὅτι ἄνθρωπος,
Σῶτερ, εἶ κατ᾿ οὐσίαν,
ἀναστὰς ἐκ τοῦ μνήματος,
βρώσεως συμμετέσχες,
καὶ μέσον στὰς ἐδίδασκες
μετάνοιαν κηρύσσειν·
εὐθὺς δὲ πρὸς οὐράνιον
ἀνελήφθης Πατέρα
καὶ μαθηταῖς
πέμπειν τὸν Παράκλητον ἐπηγγείλω·
ὑπέρθεε, Θεάνθρωπε,
δόξα τῇ σῇ ἐγέρσει.

Αποδεικνύοντας ὅτι εἶσαι στὴν οὐσία τέλειος ἄνθρωπος, Ἰησοῦ Χριστὲ καὶ Σωτήρ μας, ἀφοῦ ἀνεστήθης ἀπὸ τὸ μνῆμα, ὅπου εἶχες ἐνταφιασθῆ, ἔλαβες μέρος στὸ φαγητό, ποὺ σοῦ παρέθεσαν οἱ μαθηταί σου· καὶ ἀφοῦ ἐστάθηκες στὸ μέσον τῆς συντροφιᾶς τους, τοὺς ἐδίδασκες νὰ κηρύττουν στὸν κόσμο τὴν μετάνοια· εὐθὺς ἀμέσως δὲ ἀνελήφθης στὸν Πατέρα ποὺ βρίσκεται στοὺς Οὐρανούς, ἐνῷ ὑπεσχέθης νὰ στείλης στοὺς μαθητὰς τὸ Ἅγιον Πνεῦμα γιὰ νὰ τοὺς ἐνισχύῃ· μοναδικὲ Θεέ μας καὶ Θεάνθρωπε, αἰωνία ἀνήκει σὲ σένα ἡ δόξα γιὰ τὴν Ἀνάστασί σου.
Ενώπιόν μας πάντοτε προβάλλεται τὸ μυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου· ὁ Χριστὸς ἔγινε τέλειος ἄνθρωπος, ἐκτὸς ἁμαρτίας, γιὰ τὴν σωτηρία μας. Ἕνα τέτοιο μυστήριο, δὲν εἶναι εὔκολο νὰ τὸ ξεπερνᾶ κανείς, ὅταν μάλιστα σκύβη νὰ μελετήση τὰ ἱερά μας κείμενα. Ὁ ποιητὴς τοῦ τροπαρίου, σχολιάζοντας τὸ γεγονὸς τῆς ἐμφανίσεως τοῦ Κυρίου μετὰ τὴν Ἀνάστασί του, καὶ τὴν συμμετοχή του στὸ φαγητὸ τῶν Ἀποστόλων, τὸ βλέπει σὰν μιὰ πρόσθετη ἀπόδειξι τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως καὶ οὐσίας τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἂν δὲν δεχθοῦμε αὐτὸ τὸ θεμελιακὸ δίδαγμα τῆς ἀνθρωπίνης οὐσίας τοῦ Λόγου, τότε δὲν μποροῦμε νὰ προχωρήσωμε σὲ καμμιὰ ἄλλη σκέψι, σχετικὴ μὲ τὸ μυστήριο τῆς θείας οἰκονομίας. Μὲ αὐτή, λοιπόν, τὴν ταυτόχρονη θεϊκὴ καὶ ἀνθρώπινη παρουσία του ὁ Χριστός, ἐδίδασκε τοὺς μαθητὲς νὰ κηρύσσουν τὴν μετάνοια καὶ λίγο πρὶν ἀναληφθῆ στοὺς Οὐρανούς, ὑπεσχέθη νὰ τοὺς στείλη τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Αὐτὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ποὺ ἦλθε τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, καὶ ἔκτοτε μένει στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἄραγε μέσα καὶ στὴ δική μας τὴν ὕπαρξι; Εἶναι ἕτοιμη ἡ ψυχή μας, ἔχομε κατάλληλο φρόνημα, ἔχομε ἀναστάσιμη χαρά, ὅπως οἱ μαθηταὶ τοῦ Κυρίου, γιὰ νὰ βρίσκῃ ὁ Παράκλητος τόπο διαμονῆς καὶ νὰ μᾶς ἐπισκιάζη; Κάθε μιὰ μέρα, σὰν τὴν σημερινή, ἂς εἶναι μιὰ ἀνανέωσι τῆς ψυχῆς μας, ὥστε μέσα στὴν ἀναστάσιμη χαρά, νὰ εὐχαριστοῦμε τὸν Θεὸ γιὰ τὴν ἀγάπη του καὶ νὰ προσφέρωμε τὴν ψυχή μας γιὰ νά «σκηνώνη ἐν ἡμῖν» τὸ Ἅγιον Πνεῦμα.

Τὸ Ζ´.

Οτι ἦραν τὸν Κύριον
τῆς Μαρίας εἰπούσης,
ἐπὶ τὸν τάφον ἔδραμον
Σίμων Πέτρος καὶ ἄλλος
μύστης Χριστοῦ, ὃν ἠγάπα·
ἔτρεχον δὲ οἱ δύο
καὶ εὗρον τὰ ὀθόνια
ἔνδον κείμενα μόνα,
καὶ κεφαλῆς
ἦν δὲ τὸ σουδάριον χωρὶς τούτων
διὸ πάλιν ἡσύχασαν,
τὸν Χριστὸν ἕως εἶδον.

Οταν ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ εἶπε στοὺς δύο μαθητὰς ὅτι ἐπῆραν τὸν Χριστὸ ἀπὸ ἐκεῖ ὅπου τὸν εἶχαν θάψει, τότε αὐτοί, ὁ Σίμων Πέτρος δηλαδὴ καὶ ὁ ἄλλος ἀφωσιωμένος μαθητής του ὁ Ἰωάννης, ποὺ ἰδιαιτέρως τὸν ἀγαποῦσε ὁ Χριστός, ἔτρεξαν πρὸς τὸν τάφο· ἔτρεχαν δὲ μαζὺ καὶ οἱ δύο καὶ - ὅταν ἔφθασαν - βρῆκαν τοὺς νεκρικούς ἐπιδέσμους, μὲ τοὺς ὁποίους εἶχαν τυλίξει τὸ νεκρὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ, νὰ εἶναι στὴ θέσι τους, χωρὶς νὰ ἔχουν καθόλου ἀνακατωθῆ· ἀκόμη δὲ καὶ τὸ κάλυμμα τῆς κεφαλῆς του ἦταν χωριστὰ ἀπὸ τοὺς ἐπιδέσμους, τακτοποιημένο σὲ κάποια θέσι· μετὰ ἀπὸ αὐτὸ τὸ γεγονός, ποὺ ἔπειθε πὼς δὲν πῆρε κανεὶς τὸ Χριστό, ἀλλ᾿ ὅτι ἐκεῖνος ἀνεστήθη, οἱ μαθηταὶ ἔμειναν ἥσυχοι, μέχρις ὅτου, μάλιστα, τὸν εἶδαν, ὅταν ἐνεφανίσθη ἐνώπιόν τους ἀναστημένος.
Η Μαγδαληνὴ ἦταν ἀνήσυχη. Ὁ σεβασμὸς καὶ ἡ ἀφοσίωσί της στὸ Διδάσκαλο, ἔφεραν τὰ βήματά της στὸ μνημεῖο, ποὺ τὸ βρῆκε κενό. Σὲ λίγο, οἱ δυὸ μαθηταί, ὁ Πέτρος καὶ ὁ Ἰωάννης, ἔβλεπαν μὲ τὰ μάτια τους, πὼς ὁ τάφος ἦταν κενός, καὶ ὅλα ἔπειθαν πὼς ὁ Χριστὸς ἀνεστήθη. Βέβαιοι πλέον γιὰ τὴν Ἀνάστασι, περίμεναν μέχρι τὴν ὥρα ποὺ τὸν εἶδαν μέσα στό «ὑπερῶον» τῆς Ἱερουσαλήμ. Ἡ ἀνησυχία τῆς Μαρίας καὶ τὸ τρέξιμο τῶν μαθητῶν στὸν τάφο, μᾶς δίνουν τὸ μέτρο τῆς δικῆς μας ἀνησυχίας καὶ τὸν δείκτη τοῦ δικοῦ μας δρόμου, γιὰ νὰ βρεθοῦμε στὸν κενὸ τάφο. Ἀπὸ κεῖ θὰ ἀντλήσωμε δύναμι ἀκατανίκητη καὶ φωτισμὸ πλούσιο, γιὰ νὰ βροῦμε τὴν εἰρήνη καὶ τὴν ἠρεμία τῶν λυτρωμένων παιδιῶν τοῦ Θεοῦ. Βεβαιωμένοι γιὰ τὴν ζωηφόρο Ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ, τρέχομε τὸ πρωὶ τῆς Κυριακῆς στὸ ναὸ τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ ἀκούσωμε τὰ ἀναστάσιμα μηνύματα τοῦ λυτρωμοῦ καὶ τῆς χαρᾶς. Κανένας ἄλλος χῶρος, καὶ τοπικὰ καὶ πνευματικά, δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς δώση, ὅ,τι μᾶς προσφέρει ὁ ναός μας, ἡ ἐκκλησία μας. Μόνον ἐκεῖ βρίσκει κανεὶς τὴν γαλήνη καὶ τὴν καθαρότητα. Μόνον ἐκεῖ βλέπει ζωντανὸ τὸν Χριστό, τὴν γλυκειὰ Παναγία καὶ τοὺς συμπαθεῖς Ἁγίους. Καὶ καθὼς ἀξιωνόμαστε νὰ δεχθοῦμε μέσα μας τὸν Χριστὸ μὲ τὸ μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, περιμένομε τὴν ἡμέρα ποὺ θὰ τὸν δοῦμε σ᾿ ὅλη του τήν δόξα μαζὶ μὲ τὴν Μητέρα του καὶ τοὺς Ἁγίους βρίσκοντας κοντά του τὴν αἰώνια χαρὰ καὶ τὴν εὐφροσύνη.

Τὸ Η´.

Δύο ἀγγέλους βλέψασα
ἔνδοθεν τοῦ μνημείου
Μαρία ἐξεπλήττετο,
καὶ Χριστὸν ἀγνοοῦσα
ὡς κηπουρὸν ἐπηρώτα·
«Κύριε, ποῦ τὸ σῶμα
τοῦ Ἰησοῦ μου τέθεικας»·
κλήσει δὲ τοῦτον γνοῦσα
εἶναι αὐτὸν
τὸν Σωτῆρα, ἤκουσε·
«Μή μου ἄπτου·
πρὸς τὸν Πατέρα ἄπειμι·
εἰπὲ τοῖς ἀδελφοῖς μου.

Καθὼς ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ ἔβλεπε νὰ φρουροῦν τὸ κενὸ μνημεῖο δυὸ ἄγγελοι, ὁ ἕνας πρὸς τὸ μέρος τῆς κεφαλῆς καὶ ὁ ἄλλος πρὸς τὸ μέρος τῶν ποδιῶν, κατεχόταν ἀπὸ μεγάλη κατάπληξι· καὶ ἐπειδὴ δὲν καταλάβαινε τὸν Χριστό, ποὺ ἦταν μπροστά της ἀναστημένος, τὸν ἐρωτοῦσε σὰν νὰ ἦταν ὁ κηπουρός· Κύριε, ποῦ ἔχεις βάλει τὸ ἄχραντο σῶμα τοῦ Διδασκάλου μου Ἰησοῦ; Ὅταν δὲ κατάλαβε ἀπὸ τὸν τόνο τῆς φωνῆς του, πὼς αὐτὸς ἦταν ὁ Χριστός, κι ὅταν εἶπε τὸ ὄνομά της, ἄκουσε (τόν Σωτῆρα Χριστὸ νὰ τῆς λέγη)· μὴ μὲ ἐγγίζης· πηγαίνω τώρα πρὸς τὸν Πατέρα μου· δόσε αὐτὴ τὴν ἀγγελία στοὺς ἀδελφούς μου καὶ μαθητάς μου.
Αὐτὴ ἡ ἀγάπη τῆς Μαγδαληνῆς στὸ Χριστό, τῆς ἐχάρισε τὴν μεγάλη τιμὴ νὰ τὸν δῆ καὶ νὰ τὸν ἀκούσῃ πρώτη μετὰ τὴν Ἀνάστασί του. Καθὼς διηγεῖται ὁ ἱερὸς εὐαγγελιστής Ἰωάννης, ἐνῶ ἡ Μαγδαληνὴ εἶδε ἄδεια, ἀλλὰ στὴ θέσι τους, τὰ ὀθόνια καὶ τὸ σουδάριο καὶ ἔτρεξε νὰ τὸ πῆ στοὺς μαθητὰς Πέτρο καὶ Ἰωάννη, ποὺ ἦλθαν νὰ τὰ δοῦν κι αὐτοί, ἐκείνη ἔμενε ἔξω ἀπὸ τὸ μνημεῖο καὶ ἔκλαιγε, γιατὶ δὲν ἤξερε, ποῦ μετέφεραν τὸν Χριστό. Ἐκεῖ, λοιπόν, ἀνάμεσα στὴ θλίψι καὶ στὰ δάκρυά της, στόν πόνο της καὶ στὴν ἐλπίδα, ἀντικρύζει τὸν Διδάσκαλο, ποὺ σὲ λίγο θὰ τὴν προσφωνήση μὲ τὸ ὄνομά της. Ἂς μετρήσωμε ἐμεῖς τὴν ἀγάπη μας καὶ τὴν ἀφοσίωσί μας στὸ Χριστό. Πόσο τὸν ἀγαποῦμε; Πόσες φορὲς διερωτώμεθα ἂν εἶναι κοντά μας; Πόσες φορὲς τὸν ἀνακαλύπτομε μέσα στὴν ψυχή μας; Μήπως Ἐκεῖνος ἔρχεται, κι ἐμεῖς θολωμένοι ἀπὸ τὴν ἀθυμία, δὲν κατορθώνομε νὰ τὸν ἀναγνωρίσωμε; Ἂς ἀπαντήσωμε μὲ εἰλικρίνεια στὸν ἑαυτό μας. Ἐὰν θέλωμε νὰ ἀκούσωμε τὸ ὄνομά μας στὴ Βασιλεία μας καὶ νὰ βρεθοῦμε στὰ δεξιά του, ἂς τοῦ δείξωμε ὅλη τὴν ἀγάπη μας καὶ τὴν ἀφοσίωσί μας. Ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ Α καὶ τὸ Ω τῆς ζωῆς μας.

Τὸ Θ´.

Συγκεκλεισμένων, Δέσποτα,
τῶν θυρῶν ὡς εἰσῆλθες
τοὺς ἀποστόλους ἔπλησας
Πνεύματος Παναγίου,
εἰρηνικῶς ἐμφυσήσας,
οἷς δεσμεῖν τε καὶ λύειν
τὰς ἁμαρτίας εἴρηκας·
καὶ ὀκτὼ μεθ᾿ ἡμέρας
τὴν σὴν πλευρὰν
τῷ Θωμᾷ ὑπέδειξας καὶ τὰς χεῖρας,
μεθ᾿ οὗ βοῶμεν· «Κύριος
καὶ Θεὸς σὺ ὑπάρχεις».

Ενῷ οἱ πόρτες τοῦ ὑπερῴου εἶχαν κλεισθῆ καλά, Δέσποτα Ἰησοῦ Χριστέ, καθὼς ἐμπῆκες μέσα θαυματουργικά, ἐγέμισας τοὺς ἀποστόλους μὲ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα, ἀφοῦ ἐνεφύσισες σ᾿ αὐτοὺς τὴν εἰρήνη τὴν δική σου καὶ τοὺς εἶπες πὼς ἔχουν τὸ δικαίωμα νὰ δεσμεύουν καὶ νὰ συγχωροῦν τὶς ἁμαρτίες· μετὰ ἀπὸ ὀκτὼ μέρες, στόν ἴδιο τόπο, ἔδειξες τὴν πλευρά σου καὶ μετὰ τὰ χέρια σου στὸ Θωμᾶ· μαζὶ μ᾿ αὐτὸν ὁμολογοῦμε μὲ δυνατὴ φωνή· σὺ ὑπάρχεις Κύριος καὶ Θεός μας.
Ποιὸ εἶναι τὸ δικό μας ὑπερῷο, ἀγαπητὲ ἀναγνώστα; Εἴτε εἶναι κλειστὲς εἴτε ὄχι οἱ θύρες τοῦ ναοῦ μας, ὁ Χριστὸς εὑρίσκεται πάντοτε ἐκεῖ· ἰδιαίτερα στὶς ὧρες τῆς θείας λατρείας καὶ στὴ θεία Εὐχαριστία τῆς Κυριακῆς ὁ Χριστὸς εἶναι «ἐν τῷ μέσῳ ἡμῶν», καὶ μᾶς εὐλογεῖ, μᾶς ἁγιάζει, μᾶς εἰρηνεύει. Μέσα στὸ ἱερὸ Ἀρτοφόριο, τοποθετημένο ἐπάνω στὴν ἁγία Τράπεζα, εὑρίσκεται τὸ Σῶμα του καὶ τὸ Αἷμα του, ποὺ προσφέρεται ἐκτάκτως στοὺς πιστοὺς καὶ ὅταν δὲν ἔχωμε τελέσει τὴν θεία Λειτουργία. Ὅλος ὁ ναὸς εἶναι πλημμυρισμένος ἀπὸ αὐτὴ τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον μᾶς χαριτώνει καὶ μᾶς ὁδηγεῖ «εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν». Ὁ ναός μας, λοιπόν, ὁ ναὸς κάθε ἐνορίας, εἶναι καὶ ἕνα ὑπερῷο. Καθὼς ὅμως στὴν ὥρα τῆς κοινῆς λατρείας προβάλλει στὴν Ὡραία Πύλη ὁ λειτουργός τοῦ Θεοῦ, ἡ σκέψι μας πρέπει νὰ σταματᾶ στὴν ἐξουσία ποὺ ἔδωκε στοὺς ἱερεῖς του ὁ Χριστὸς νὰ λύουν ἢ νὰ δεσμεύουν τὶς ἁμαρτίες. Μὲ τὴν δύναμι τῆς μετανοίας οἱ πιστοὶ καταφεύγουν στὸν πνευματικό τους, καὶ ἐκεῖ, μέσα στὸ ἱερὸ μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως, ἀποθέτουν τὰ κρίματά τους, καὶ ἀνανεωμένοι τὴν ἡμέρα τῆς Κυριακῆς, ξαναβρίσκονται στὴν ἀναστάσιμη χαρὰ τῆς Λειτουργίας καὶ γίνονται κοινωνοὶ τοῦ μυστηρίου τῆς Εὐχαριστίας· «Τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ εἰς ἄφεσίν σου ἁμαρτιῶν καὶ εἰς ζωὴν τὴν αἰώνιον».

Τὸ Ι´.

Τιβεριάδος θάλασσα
σὺν παιδὶ Ζεβεδαίου,
Ναθαναήλ, τῷ Πέτρῳ τε
σὺν δυσὶν ἄλλοις πάλαι,
καὶ Θωμᾶν εἶχε πρὸς ἄγραν·
οἵ, Χριστοῦ τῇ προστάξει,
ἐν δεξιοῖς χαλάσαντες
πλῆθος εἷλκον ἰχθύων·
ὃν Πέτρος γνοὺς
πρὸς αὐτὸν ἐνήχετο, οἷς τὸ τρίτον
φανείς, καὶ ἄρτον ἔδειξε
καὶ ἰχθὺν ἐπ᾿ ἀνθράκων.

Η θάλασσα τῆς Τιβεριάδος εἶχε ψαράδες τοὺς μαθητὰς τοῦ Κυρίου, καὶ συγκεκριμένα τὸν Ναθαναήλ, τὸν Θωμᾶ μαζὺ μὲ τοὺς υἱοὺς τοῦ Ζεβεδαίου καὶ τὸν Πέτρο καὶ ἄλλους δύο ἀκόμη· αὐτοὶ οἱ μαθηταὶ μὲ τὴν ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ ἔρριξαν τὰ δίχτυα στὴ δεξιὰ πλευρὰ τοῦ πλοίου, ἔπιασαν πλῆθος ἀπὸ ψάρια· ὅταν ὁ Πέτρος κατάλαβε ὅτι αὐτὸς ἦταν ὁ Χριστὸς ἔπεσε στὴ θάλασσα καὶ ἐκολύμπησε πρὸς τὸ μέρος του· σ᾿ αὐτοὺς τοὺς μαθητάς, ἀφοῦ ἐφανερώθηκε γιὰ τρίτη φορὰ ὁ Χριστός, προσέφερε ψωμὶ καὶ ψάρι ποὺ ψηνόταν ἐπάνω στὰ κάρβουνα.
Απογοητευμένοι οἱ μαθηταί, μετὰ τὰ τραγικὰ γεγονότα ποὺ ὡδήγησαν τὸν Χριστὸ στὸ θάνατο, καὶ παρ᾿ ὅτι εἶχαν μάθει γιὰ τὴν Ἀνάστασι, ἐπιδόθηκαν στὸ ψάρεμα. Ἐκείνη τὴν φορὰ ὁλόκληρη νύχτα ἐκουράστηκαν καὶ δὲν ἔπιασαν κανένα ψάρι. Ἀλλ᾿ ὅταν πῆραν τὴν ἐντολὴ ἀπὸ τὸν Χριστό, γιὰ τὸ ποῦ θὰ ρίξουν τὰ δίχτυα, αὐτὰ σὲ λίγο γέμισαν τόσο πολὺ ἀπὸ τὰ πολλὰ ψάρια, ποὺ κατάπληκτοι οἱ μαθηταὶ ἀπὸ τὸ θέαμα, δὲν μποροῦσαν νὰ τὸ πιστεύσουν. Ἐνθουσιασμένος ὁ Πέτρος ἔπεσε στὴ θάλασσα, γιὰ νὰ φθάσῃ πιὸ γρήγορα στὸν ἀναστάντα Χριστό. Τὸ ἐρώτημα, λοιπόν, εἶναι σαφές. Μποροῦμε μὲ τὴν ζωή μας καὶ μὲ τὸ φρόνημά μας νὰ ἔχωμε μαζύ μας τὸν Χριστὸ γιὰ ὁδηγὸ καὶ ἐμπνευστή; Μέχρι τώρα, πόσες φορὲς τοῦ ἀφήσαμε χῶρο γιὰ νὰ μᾶς δείξῃ, τί ἔπρεπε νὰ κάνωμε, γιὰ νὰ ἐπιτύχωμε στὶς τόσες καλὲς ἐπιδιώξεις τῆς ζωῆς μας; Ὁ Χριστὸς μπορεῖ νὰ μᾶς ὁδηγήση ἐκεῖ ποὺ πρέπει· καὶ γιὰ τὰ πνευματικά, καὶ γιὰ τὰ ὑλικά. Πάντοτε, ὅμως, κατὰ τὸ συμφέρον τῆς ψυχῆς μας. Σὲ μᾶς ἀνήκει νὰ τοῦ προσφέρωμε τὴν θέλησί μας, τὴν καρδιά μας. Κι ὅταν καὶ στὶς ἐπιτυχίες καὶ στὶς ἀποτυχίες, τὰ δίχτυά μας εἶναι γεμᾶτα ἢ ἄδεια, ξέροντας πὼς γίνεται τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, συγκρατοῦμε τὸν ἐνθουσιασμό, λογικευόμεθα ἢ καὶ ὑπομένομε καρτερικά. Εὐλογημένη ποὺ εἶναι ἡ χριστιανικὴ ζωή, ὅταν τὴν κατευθύνη ὁ Ἀρχηγὸς τῆς ζωῆς, ὁ Κύριος Ἰησοῦς!

Τὸ ΙΑ´.

Μετὰ τὴν θείαν ἔγερσιν
τρὶς τῷ Πέτρῳ «φιλεῖς με;»,
πυθόμενος ὁ Κύριος,
τῶν ἰδίων προβάτων
προβάλλεται ποιμενάρχην
ὃς ἰδὼν ὃν ἠγάπα
ὁ Ἰησοῦς ἑπόμενον,
ἤρετο τὸν Δεσπότην.
«Οὗτος δὲ τί»;
«Ἐὰν θέλω», ἔφησε, «μένειν τοῦτον,
ἕως καὶ πάλιν ἔρχομαι,
τί πρὸς σέ, φίλε Πέτρε;».

Μετὰ ἀπὸ τὴν θεία καὶ ἔνδοξη Ἀνάστασί του, ἀφοῦ ὁ Χριστὸς ἔμαθε καὶ ἐβεβαιώθηκε, μετὰ ἀπὸ τρεῖς ἀλλεπάλληλες ἐρωτήσεις μὲ τό «φιλεῖς με», γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Πέτρου πρὸς αὐτόν (ἔτσι ὁ Πέτρος ἀποκατεστάθη στὸ ἀποστολικὸ ἀξίωμα), τὸν προβάλλει σὰν ἀρχηγὸ καὶ ποιμένα τῶν δικῶν του λογικῶν προβάτων· ὅταν, ἐν τῷ μεταξύ, ὁ Πέτρος εἶδε τὸν Ἰωάννη, ποὺ τὸν ἀγαποῦσε ἰδιαιτέρως ὁ Χριστός, νὰ τὸν ἀκολουθῆ, τότε ἐρώτησε τὸν Δεσπότη Χριστό· «Κύριε, τὶ θὰ γίνη μ᾿ αὐτόν ἐδῶ καὶ τὶ τοῦ ἐπιφυλάσσεις»; Καὶ ὁ Χριστὸς τοῦ ἀπήντησε· «Κάμε τὴν ὑπόθεσι, ὅτι ἐγὼ θέλω νὰ μείνη ὁ Ἰωάννης σ᾿ αὐτὴ τὴν ζωή, ὥσπου νὰ ξανάρθω στὴ δευτέρα παρουσία μου· ἐσένα σὲ τὶ ἀφορᾷ καὶ τὶ θὰ κερδήσης, ἂν τὸ μάθης, ἀγαπητέ μου Πέτρε;».
Κάθε ἀναστάσιμο Ἐξαποστειλάριο, ἀντλεῖ τὸ περιεχόμενό του, ἀπὸ τὸ ἀντίστοιχο ἑωθινὸ Εὐαγγέλιο. Ἔτσι σήμερα τὸ θέμα εἶναι παρμένο, ἀπὸ ὅσα μᾶς διηγεῖται ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης στὸ κα´ κεφάλαιο τοῦ Εὐαγγελίου του. Στὸ διηγούμενο περιστατικό, ὁ Χριστός, μετὰ τὴν Ἀνάστασί του, ἀποκατέστησε τὸν Πέτρο στὸ ἀποστολικὸ ἀξίωμα, γιατὶ ὁ ἐνθουσιώδης μαθητὴς εἶχε ἀπαρνηθῆ τρεῖς φορὲς τὸν Χριστὸ στὴν αὐλὴ τοῦ ἀρχιερέως. Ἔκλαψε ὅμως, τόσο πολύ, σὰν ἕνα μικρὸ παιδί· μετενόησε μὲ ὅλη τὴ δύναμι τῆς ψυχῆς του. Ἂν λοιπόν, κάποτε ἀρνηθήκαμε ἢ ἐπικράναμε τὸν Χριστό, ἂς ἀφήσουμε τὴν ψυχή μας νὰ κλάψῃ ἀπὸ ἀληθινὴ μετάνοια. Ἐκεῖνος θὰ μᾶς φορέση καὶ πάλι τὴν λαμπρὴ στολὴ τῆς ψυχῆς καὶ θὰ μᾶς ἐπαναφέρη στὴ προηγούμενη θέσι μας. Πόσο μεγάλη, πόσο δυνατὴ εἶναι ἡ μετάνοια! Κι ὅταν ἀπὸ κάποια περιέργεια ὁ Πέτρος ἐρωτοῦσε τὸν Χριστὸ γιὰ τὸν Ἰωάννη, ὁ Χριστὸς καὶ πάλι τοῦ ἀπηύθυνε τοὺς λόγους τῆς οἰκοδομῆς. Πρόσεχε, Πέτρε, μὴ νοιάζεσαι γιὰ τὸν Ἰωάννη καὶ γιὰ τὸ τί ἐγὼ τοῦ ἐπιφυλάσσω. Σὺ νὰ προσέχης γιὰ τὴν σωτηρία σου. Ἂς ἀφήσωμε, ἀγαπητὲ ἀναγνῶστα, τὴν περιέργεια καὶ τὶς ἀνόητες θρησκευτικές ἀπορίες· ἂς ἀφήσωμε τὴν κατάκρισι εἰς βάρος τῶν ἄλλων καὶ ἂς κυττάξωμε, πῶς θὰ εἴμαστε πάντοτε κοντὰ στὸν Χριστό· πῶς θὰ πορευώμεθα τὸν δρόμο ποὺ θὰ μᾶς ὁδηγήση στὴ σωτηρία. Τὸ πιὸ μεγάλο ἔργο στὴ ζωή μας εἶναι νὰ δώσωμε τὸν ἑαυτό μας στὸ Χριστὸ καὶ στὴν Ἐκκλησία του, γιὰ νὰ μᾶς ἁγιάσῃ καὶ νὰ μᾶς σώση.


Τροπάρια τῶν Αἴνων

Ἦχος α´.

Ο Σταυρὸν ὑπομείνας
καὶ τὸν θάνατον καταργήσας
καὶ ἀναστὰς ἐκ τῶν νεκρῶν,
εἰρήνευσον ἡμῶν τὴν ζωήν, Κύριε,
ὡς μόνος παντοδύναμος.

Σὺ ὁ ὁποῖος ἔδειξες τόση ὑπομονὴ στὸ μαρτύριο τοῦ Σταυροῦ καὶ μὲ αὐτὸ κατήργησες τὸν θάνατο καὶ μετὰ ἀνεστήθης ἀπὸ τοὺς νεκρούς, κάμε εἰρηνικὴ τὴν ζωή μας, Κύριε, σὺ ποὺ σὰν ὁ μόνος Θεὸς διαθέτεις ὅλην τὴν δύναμι, γιὰ νὰ μᾶς δώσης ἕνα τέτοιο δῶρο.
Ο Χριστὸς καρφωμένος ἐπάνω στὸ Σταυρό, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἄκρα ταπείνωσι καὶ ἀγάπη ποὺ ἔδειξε, μᾶς ἔδωσε τὸ τέλειο πρότυπο τῆς ὑπομονῆς καὶ τῆς εἰρήνης. Ὑπέμεινε τὸ φρικτό, τὸ ἄδικο μαρτύριό του, χωρὶς γογγυσμούς, χωρὶς ταραχή. Ἐπονοῦσε ἀνυπόφορα· ὑπέμεινε ὅμως, χωρὶς νὰ χάση τὴν εἰρήνη του· διότι ἐγνώριζε ὁ Χριστός, πὼς κι αὐτὸ ἦταν μέσα στὸ θέλημα τοῦ οὐρανίου Πατέρα· πὼς μέσα στὸ μοναδικὸ μυστήριο τῆς Θυσίας του ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ μποροῦσαν νὰ περιληφθοῦν κι ὅλα τὰ ἄλλα· ἀκόμη ὁ Χριστὸς περίμενε τὴν Ἀνάστασι, ὅπως ὁ ἴδιος τόσες φορὲς τὸ εἶχε προφητεύσει. Γι᾿ αὐτὸ ὁ ποιητὴς αὐτοῦ τοῦ ὕμνου ζητεῖ νὰ μᾶς εἰρηνεύση τὴν ζωὴ ὁ Χριστός, ὁ Θεὸς τῆς ἀγάπης καὶ τῆς εἰρήνης.
Πόσες φορὲς δὲν βρίσκομε τὴν ψυχή μας τσακισμένη ἀπὸ τὴν ταραχὴ καὶ τὴν ἀγωνία; Τὰ ἀτομικά, τὰ οἰκογενειακά, τὰ ἐπαγγελματικὰ προβλήματα μᾶς ταράζουν τόσο πολύ. Ὁ φόβος τῆς ἀποτυχίας μᾶς τρομάζει. Τὸ φάσμα κάποιας ἀρρώστιας μᾶς φέρνει ἀναστάτωσι. Καὶ πίσω ἀπὸ αὐτὲς τὶς δοκιμασίες δὲν ἔχομε τὴν δύναμιν νὰ διακρίνωμε τὸν Χριστό, ποὺ ἔρχεται νὰ μᾶς προσφέρη τὸ χέρι του· δὲν μποροῦμε ἀκόμη νὰ δοῦμε, ἐλπίζοντας, μιὰν ἀνάστασι. Ἡ εἰρήνη φεύγει ἀπὸ τὴν ψυχή μας μὲ φοβερές συνέπειες. Ἕνας ἄνθρωπος ταραγμένος, γίνεται τραγικὸς ἄνθρωπος, ἀνίκανος νὰ ἀντιμετωπίση τὶς συνεχεῖς, μὰ καὶ σκληρές, δοκιμασίες τῆς ζωῆς. Ἡ εἰρήνη, ποὺ ἔρχεται σὰν οὐράνιος καρπὸς τῆς κοινωνίας μας μετὰ τοῦ Χριστοῦ, ἡ εἰρήνη «ἡ πάντα νοῦν ὑπερέχουσα», εἶναι τὸ ἰσχυρότερο πνευματικὸ ὅπλο, γιὰ νὰ κρατήσουμε μέχρι τέλους ἀκμαῖο τὸ φρόνημά μας σὲ κάθε δημιουργική μας προσπάθεια, ἀλλὰ καὶ σὲ κάθε ἀντιξοότητα τῆς ζωῆς. «Εἰρήνην τὴν ἐμὴν δίδωμι ὑμῖν, οὐ καθὼς ὁ κόσμος δίδωσι», μᾶς εἶπεν ὁ Κύριος. Σὲ μᾶς ἀνήκει νὰ τὴν ἀναζητήσωμε καὶ νὰ τὴν κερδήσωμε.

Ἦχος β´.

Πᾶσα πνοὴ καὶ πᾶσα κτίσις
σὲ δοξάζει, Κύριε,
ὅτι διὰ τοῦ Σταυροῦ
τὸν θάνατον κατήργησας,
ἵνα δείξῃς τοῖς λαοῖς
την ἐκ νεκρῶν σου ἀνάστασιν,
ὡς μόνος φιλάνθρωπος.

Κάθε ἔμψυχο καὶ ἄψυχο δημιούργημα σὲ δοξολογεῖ, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, διότι μὲ θυσία σου ἐπάνω στὸ Σταυρό, κατήργησες τὸν θάνατο γιὰ νὰ προσφέρης σ᾿ ὅλο τὸν κόσμο τὴν λαμπροφόρο Ἀνάστασί σου ἐκ τῶν νεκρῶν, σὰν ὁ μοναδικὸς Θεὸς τῆς ἀγάπης γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος.
Ολο τὸ μυστήριο τῆς λυτρώσεως εἶναι τὸ μυστήριο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο. Γιὰ νὰ καταλάβωμε τὸ μέγεθος αὐτῆς τῆς ἀγάπης, χρειαζόμεθα πολὺ φωτισμὸ καὶ μιὰ πραγματικὴ ἐπίγνωσι τοῦ ἑαυτοῦ μας. Ἐὰν ὁ Χριστὸς προσέφερεν ἑαυτὸν θυσία μέχρι καὶ τοῦ φρικτοῦ Σταυροῦ, γιὰ ἀνθρώπους ἀφωσιωμένους στὸ θέλημά του, τὸ πράμα δὲν θὰ ἦτο τόσο ἐκπληκτικό. Ἀλλ᾿ αὐτὸ ποὺ δημιουργεῖ κατάπληξι καὶ ἀποδεικνύει ἀνεξερεύνητο τὸ μέγεθος τῆς θείας ἀγάπης εἶναι τὸ ποιὸν τῶν ἀνθρώπων γιὰ τοὺς ὁποίους θυσιάσθηκε. Ὁ Χριστὸς ἐνηνθρώπησε καὶ ἀπέθανε γιὰ ἀνθρώπους ἁμαρτωλούς. Ἁμαρτωλοί, ἀσεβεῖς καὶ ἀνάξιοι τοῦ θείου ἐλέους ἤμαστε τότε οἱ ἄνθρωποι. Αὐτὴ τὴν ἀλήθεια ἐκφράζει ὁ ἱερὸς Ἀπόστολος, ὅταν γράφη· «συνίστησι τὴν ἑαυτοῦ ἀγάπην εἰς ἡμᾶς ὁ Θεός, ὅτι ἔτι ἁμαρτωλῶν ὄντων ἡμῶν Χριστὸς ὑπὲρ ἡμῶν ἀπέθανε» (Ρωμ. ε´, 8). Στὸν ἀπέραντο ὠκεανὸ τῆς θείας ἀγάπης, τί ἠμποροῦμε νὰ ἀνταποδώσωμε ἐμεῖς; Ἕνα ζητεῖ ἀπὸ μᾶς ὁ ἀναστημένος καὶ θριαμβευτής Χριστὸς νὰ τοῦ προσφέρωμε τὶς ψυχές μας γιὰ νὰ τὶς ἁγιάση, ὥστε νὰ ἀπολαύσωμε τὰ αἰώνια ἀγαθά του «ἂ ἡτοίμασε τοῖς ἀγαπῶσι αὐτόν». Τὸ νὰ σωθοῦν καὶ νὰ κερδηθοῦν οἱ ψυχές μας εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἐμεῖς προσφέρομε στὸ Θεὸ τὴν θέλησί μας;

Ἦχος γ´.

Δεῦτε πάντα τὰ ἔθνη,
γνῶτε τοῦ φρικτοῦ
μυστηρίου τὴν δύναμιν.
Χριστὸς γὰρ ὁ σωτὴρ ἡμῶν,
ὁ ἐν ἀρχῇ Λόγος,
ἐσταυρώθη δι᾿ ἡμᾶς
καὶ ἑκὼν ἐτάφη,
καὶ ἀνέστη ἐκ νεκρῶν
τοῦ σῶσαι τὰ σύμπαντα.
Αὐτὸν προσκυνήσωμεν.

Ελᾶτε ὅλα τὰ ἔθνη, νὰ πληροφορηθῆτε τὴν δύναμι τοῦ φρικτοῦ μυστηρίου τῆς σταυρικῆς θυσίας τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. Διότι ὁ Σωτήρας μας Χριστός, ποὺ ὑπῆρχε προαιωνίως στοὺς κόλπους τοῦ Πατρός, ἀφοῦ ἔγινε ἄνθρωπος, ἀνέβηκε στὸ Σταυρὸ γιὰ τὴν δική μας σωτηρία, καὶ μὲ τὴ θέλησί του ἐτάφη καὶ ἀνέστη ἀπὸ τοὺς νεκροὺς γιὰ νὰ σώσῃ ὁλόκληρο τὸν κόσμο. Αὐτὸν τὸν Λυτρωτὴ καὶ Σωτήρα ἐμεῖς ἂς τὸν προσκυνήσωμεν.
Οσο καὶ ἂν ἐμβαθύνωμε, ποτὲ δὲν θὰ κατορθώσωμε νὰ δοῦμε τὸ μυστήριο τῆς σταυρικῆς θυσίας τοῦ Ἰησοῦ σὲ ὅλες του τὶς διαστάσεις. Γιατὶ ἐκεῖνο εἶναι τόσο μεγάλο καὶ μεῖς τόσο μικροί. Μὰ ἂν δὲν ὑπῆρχε αὐτὸ τὸ μυστήριο, κι ἂν ἡ ψυχῄ μας δὲν ἀναπαυόταν σ᾿ αὐτὸ τὸ λιμάνι τῆς σωτηρίας ποὺ εἶναι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἡ θεμελιωμένη μὲ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἔρρευσε ἀπὸ τὸν σταυρό, τότε ἡ ζωή μας θὰ ἦταν χωρὶς σκοπὸ καὶ χωρὶς περιεχόμενο. Γι᾿ αὐτὸ ὁ ποιητής καλεῖ «πάντα τὰ ἔθνη», γιὰ νὰ μάθουν τὴν ἐξιλαστήρια δύναμι τοῦ μυστηρίου τῆς σταυρώσεως. Αὐτοῦ τοῦ φρικτοῦ μυστηρίου στὸ ὁποῖο ὑπεβλήθη θεληματικὰ ὁ Χριστός καὶ δέχθηκε νὰ ἀποθάνη καὶ νὰ ταφῆ καὶ ὕστερα νὰ ἀναστηθῇ θριαμβευτικά, χαρίζοντας διὰ τοῦ μαρτυρίου τοῦ αἵματος καὶ διὰ τῆς Ἀναστάσεως τὴν σωτηρία σ᾿ ὅλο τὸν κόσμο. Αὐτὴ ἡ οὐράνια προσφορὰ στὸ ἀνθρώπινο γένος ὑπομιμνήσκεται ἔντονα, κάθε Κυριακή, στὸν ὄρθρο καὶ ἔπειτα στὴν ἀναστάσιμη Λειτουργία· καὶ ὄχι μόνον αὐτό, ἀλλὰ μὲ τὴν τέλεσι τῆς ἀναίμακτης θυσίας, ὁ Χριστὸς προσφέρεται ἐκείνη τὴν ὥρα ἀκριβῶς πρὸς τοὺς πιστούς «εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ εἰς ζωὴν τὴν αἰώνιον». Ὅλο τὸ μυστήριο τῆς σωτηρίας μας ἐκτυλίσσεται τὴν ὥρα τῆς θείας λατρείας, κι ἐμεῖς, μέλη τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ζητοῦμε μὲ ταπείνωσι νὰ ἀνοίξη ὁ Κύριος τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μας περισσότερο, γιὰ νὰ ἐκτιμήσωμε, ὅσο εἶναι δυνατόν, τὸ μέγεθος τῆς δωρεᾶς τοῦ Χριστοῦ στοὺς ἀνθρώπους.

Ἦχος δ´.

Εν τῷ Σταυρῷ σου Χριστέ,
τῆς ἀρχαίας κατάρας
ἠλευθέρωσας ἡμᾶς,
καὶ ἐν τῷ θανάτῳ σου
τὸν τὴν φύσιν ἡμῶν τυραννήσαντα
διάβολον κατήργησας,
ἐν δὲ τῇ ἐγέρσει σου
χαρᾶς τὰ πάντα ἐπλήρωσας.
Διὸ βοῶμέν σοι·
Ὁ ἀναστὰς ἐκ τῶν νεκρῶν,
Κύριε, δόξα σοι.

Μὲ τὸν Σταυρό σου, Χριστέ, μᾶς ἀπηλευθέρωσες ἀπὸ τὴν πανάρχαιη κατάρα καὶ μὲ τὸν θάνατό σου κατήργησες τὸν διάβολο, ποὺ ἐτυράννησε τόσο πολὺ τὸ ἀνθρώπινο γένος· μὲ τὴν Ἀνάστασί σου δὲ ἐπλημμύρισες τὸν κόσμο ἀπὸ χαρά. Γι αὐτὸ ἀναφωνοῦμε πρὸς σέ· σὺ Κύριε, ποὺ ἀνεστήθης ἐκ τῶν νεκρῶν, ἂς εἶσαι δοξασμένος.
Μὲ τὸν θάνατο καὶ τὴν Ἀνάστασί του ὁ Χριστός, κατήργησε τὸν διάβολο· δὲν εἶναι πιὰ αὐτὸς ὁ μόνος ἐξουσιαστὴς καὶ κυρίαρχος. Μετὰ τὸ τρόπαιό του, μὲ τήν πτῶσι τῶν Πρωτοπλάστων, ἐκέρδηζε τὶς ψυχὲς μὲ κάθε ἄνεσι, γιατὶ κανεὶς δὲν μποροῦσε νὰ τὶς ἐξαγοράση ἀπὸ τὴν κυριαρχία του. Ἀλλὰ ὁ Σταυρὸς ἔθραυσε τὰ δεσμὰ τοῦ ᾍδου, τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ ἔπλυνε τὸν ρύπο ποὺ εἶχε σχηματισθῆ ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες ἐπάνω στὶς ἀνθρώπινες ψυχές, καὶ ὁ ἄγγελος κατὰ τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ ξανάνοιξε τὶς πύλες τοῦ Παραδείσου. Ἡ αἰώνια βασιλεία τοῦ Θεοῦ μένει μονίμως ἀνοικτὴ γιὰ κείνους ποὺ θέλουν νὰ τὴν κερδήσουν. Οἱ ἄνθρωποι, ποὺ πιστεύουν στὸ Χριστὸ καὶ στὴν Ἐκκλησία του, ἔχουν πανίσχυρο ὁπλισμὸ γιὰ νὰ ἀντισταθοῦν κατὰ τοῦ διαβόλου· αὐτὸς δὲν παύει οὔτε στιγμὴ νὰ μᾶς πολεμῆ, νὰ στήνη παγίδες, νὰ δίνη ὑποσχέσεις καὶ νὰ νοθεύη τὴν ἀλήθεια. Ἐμεῖς ὅμως, φωτισμένοι μὲ τὸ φῶς τοῦ ἀναστάντος Χριστοῦ, ἐνισχυμένοι μὲ τὴν δύναμι τοῦ Σταυροῦ, δὲν σταματοῦμε ποτὲ τὴν ἀντίστασι. Καὶ τὸ ἀποτέλεσμα τοῦ ἀγῶνος θὰ εἶναι πάντοτε δικό μας. Ἡ δύναμι τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ δική μας ἰσχυρὴ θέλησι μποροῦν νὰ ἀναστείλουν κάθε σατανικὴ ἐπιβουλή. Ἐμπρός, λοιπόν, γιὰ νὰ συνεχίσωμε τὸν ἴδιο ἀγῶνα. Ἀνήκομε στὸ Χριστό, στὸ ὄνομά του θὰ πεθάνωμε καὶ θὰ βρεθοῦμε στὴν ἀναστάσιμη χαρὰ τῆς βασιλείας του.

Ἦχος πλ. α´.

Κύριε, ἐσφραγισμένου τοῦ τάφου
ὑπὸ τῶν παρανόμων,
προῆλθες ἐκ τοῦ μνήματος,
καθὼς ἐτέχθης ἐκ τῆς Θεοτόκου·
οὐκ ἔγνωσαν πῶς ἐσαρκώθης
οἱ ἀσώματοί σου ἄγγελοι·
οὐκ ᾔσθοντο πότε ἀνέστης
οἱ φυλάσσοντές σε στρατιῶται·
ἀμφότερα γὰρ ἐσφράγισται τοῖς ἐρευνῶσι,
πεφανέρωται δὲ τὰ θαύματα
τοῖς προσκυνοῦσιν
ἐν πίστει τὸ μυστήριον·
ὁ ἀνυμνοῦσιν, ἀπόδος ἡμῖν ἀγαλλίασιν
καὶ τὸ μέγα ἔλεος.

Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐνῶ ὁ τάφος εἶχε σφραγισθῆ μὲ ἀσφάλεια ἀπὸ τοὺς παρανόμους σταυρωτάς σου Ἰουδαίους, σὺ ἐβγῆκες μέσα ἀπὸ τὸ μνῆμα θαυματουργικῶς, ὅπως ἐγεννήθηκες ἀπὸ τὴν Θεοτόκο Μητέρα σου. Καὶ ὅπως δὲν ἀντελήφθησαν αἱ ἀγγελικαὶ δυνάμεις, ποὺ δὲν ἔχουν ὑλικὸ σῶμα, πὼς σὺ ἔλαβες σάρκα ἀνθρώπινη, κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο οἱ στρατιῶται ποὺ ἐφύλαγαν τὸν τάφο σου, δὲν κατάλαβαν καλὰ-καλά σὲ ποιὰ ἀκριβῶς στιγμὴ ἀνεστήθης, γιατὶ ἀπὸ τὴν ἀστραπὴ ἐθαμπώθησαν τόσο πολύ. Αὐτά, λοιπόν, τὰ δύο γεγονότα εἶναι ἀκατάληπτα γιὰ κείνους ποὺ πᾶνε νὰ τὰ ἐρευνήσουν μὲ τὴν ἀνθρώπινη λογική· ἐνῶ εἶναι δύο θαύματα, ποὺ ἔχουν ἀποκαλυφθῆ σὲ κείνους ποὺ προσκυνοῦν μὲ πίστι τὸ μυστήριο τῆς θυσίας σου· Δόσε, λοιπόν, σὲ μᾶς, Κύριε, ποὺ ὑμνολογοῦμε αὐτὸ τὸ μυστήριο, τὴν ἀγαλλίασι καὶ τὸ μέγα σου ἔλεος.
Η ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἕνα θαῦμα. Ὁλόκληρο τὸ μυστήριο τῆς θείας ἐπιφανείας καὶ τῆς σωτηρίας μας εἶναι ἕνα θαῦμα. Στεκόμαστε μὲ ἀνοιχτὰ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μας μπροστὰ σ᾿ αὐτὸ τὸ μεγάλο θαῦμα. Ἂν δὲν τὸ εἴχαμε αὐτὸ τὸ θαῦμα, τότε τί θὰ εἴχαμε; Καὶ ποιὸ νόημα μποροῦσε νὰ ἔχη ἡ ζωή μας; Τὸ πιὸ μεγάλο καὶ φωτεινὸ ἄστρο τῆς ζωῆς μας εἶναι ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ στὴ ζωή μας. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Διδάσκαλος, ὁ Χριστὸς τὸ πρότυπο τῆς ζωῆς, ὁ Χριστὸς ἡ ὑπερτάτη θυσία, ὁ Χριστὸς ἡ ἀπόλυτη ἀγάπη, ὁ Χριστὸς ἡ ἀνάστασι καὶ ἡ ζωή. Ὄχι ἁπλῶς προσκυνοῦμε καὶ ὑμνολογοῦμε τὸ θαῦμα του, ἀλλὰ τραγουδοῦμε ἕναν ἀκατάπαυστο ὕμνο γιὰ τὶς πλούσιες δωρεὲς ποὺ μᾶς ἔφερε στὴ ζωή. Μακρυά, λοιπόν, ἀπὸ κάθε ὀρθολογιστικὴ σκέψι, μὲ πανίσχυρο ὅπλο τὴν πίστι, ἂς προσεγγίσωμε κατὰ ἕνα ἀκόμη βῆμα τὸ Χριστὸ γιὰ νὰ τοῦ προσφέρωμε τὴν βαθειὰ εὐγνωμοσύνη μας, γιατὶ μᾶς ἐχάρισε τὴν ἀνάστασι καὶ τὴ ζωή. Ἀμήν.

Ἦχος πλ. β´.

Ο Σταυρός σου, Κύριε,
ζωὴ καὶ ἀνάστασις
ὑπάρχει τῷ λαῷ σου·
καὶ ἐπ᾿ αὐτῷ πεποιθότες
σὲ τὸν ἀναστάντα
Θεὸν ἡμῶν ὑμνοῦμεν·
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ο Σταυρός σου, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἔγινε ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς καὶ τῆς ἀναστάσεως γιὰ τὸν πιστὸ λαό σου· στηριγμένοι μὲ ἀπόλυτη πεποίθησι καὶ ἐμπιστοσύνη ἐπάνω σ᾿ αὐτόν, ὑμνολογοῦμε σένα τὸν ἀναστάντα ἐκ νεκρῶν Θεό μας καὶ σὲ παρακαλοῦμε νὰ μᾶς ἐλεήσης.
Ο Σταυρὸς τοῦ Κυρίου, μετὰ τὴν ἀνάστασί του, ἔγινε γιὰ τοὺς Χριστιανοὺς σύμβολο δόξης, πηγὴ δυνάμεως καὶ σημεῖο προσκυνήσεως καὶ τιμῆς. Ὁ θεῖος Ἀπόστολος Παῦλος ἔχει ἀναπτύξει, στὶς Ἐπιστολές του, ὁλόκληρη τὴν περὶ τοῦ Σταυροῦ θεία διδασκαλία. Οἱ ὑμνογράφοι τῆς Ἐκκλησίας ὑμνοῦν ἀκαταπαύστως τὸ Σταυρό. Οἱ ἱεροὶ Πατέρες ἑρμηνεύουν τὴ διδασκαλία τῆς Καινῆς Διαθήκης καὶ ἀποκαλύπτουν τὴ δύναμι τοῦ Σταυροῦ τοῦ Κυρίου. Οἱ ἱεροὶ ναοὶ παίρνουν τὸ σχῆμα τοῦ Σταυροῦ, οἱ χριστιανοὶ σχηματίζουν διαρκῶς τὸ ἱερὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ στὸ στῆθος τους, οἱ χριστιανοὶ βασιλεῖς καὶ ἡγεμόνες τὸ καθιστοῦν τίμιο διάδημα καὶ δισεκατομμύρια χριστιανῶν ἀνὰ τοὺς αἰῶνας τὸ ἐκράτησαν καὶ τὸ κρατοῦν μόνιμα ἐπάνω στὸ σῶμα τους γιὰ νὰ ἀντλοῦν δύναμι καὶ παρηγοριά. Σ᾿ ἕνα ἄλλον ὕμνο τῆς Ἐκκλησίας μας, ψάλλομε· «Κύριε, ὅπλον κατὰ τοῦ διαβόλου τὸν Σταυρόν σου ἡμῖν δέδωκας φρίττει γὰρ καὶ τρέμει, μὴ φέρων καθορᾶν αὐτοῦ τὴν δύναμιν...».
Αὐτὲς οἱ τελευταῖες λέξεις δικαιολογοῦν ὁλοφάνερα, γιατὶ ἔχει ξεσπάσει, ἀπὸ χρόνια τώρα, ἕνας φοβερὸς πόλεμος τῶν χιλιαστῶν κατὰ τοῦ τιμίου Σταυροῦ. Ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ βασικὰ σημεῖα τῆς διδασκαλίας τους εἶναι ἡ ἄρνησι τοῦ Σταυροῦ, ποὺ τὸν πολεμοῦν μὲ πάθος καὶ πεῖσμα. Θὰ ἦταν νὰ ἀπορῆ κανείς, ἂν δὲν ἐγνώριζε, τὶ φοβερὸ ἔργο κατὰ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς σωτηρίας τῶν χριστιανῶν κάνουν οἱ χιλιασταί. Κρημνίζουν καὶ δολοφονοῦν ψυχές, ἀφαιρῶντας τὸ Σταυρὸ ἀπὸ τὴν ψυχὴ καὶ τὴν ζωὴ τῶν ἀνθρώπων. Τὰ ἐπιχειρήματά τους εἶναι ἀδύνατα καὶ ἀνόητα. Γιὰ νὰ δημιουργήσουν ψυχικὸ πρόβλημα στὰ θύματά τους, τοὺς ὑποχρεώνουν νὰ πατήσουν ἐπάνω στὸ Σταυρὸ καὶ ἔπειτα νὰ γίνουν δεκτοὶ στὴν πλάνη τους. Ἀλλ᾿ εἴπαμε προηγουμένως. Ὁ διάβολος φοβεῖται καὶ γι᾿ αὐτὸ πολεμεῖ τὸ Σταυρό. Ἐμεῖς γνωρίζομε καὶ πιστεύομε ὅτι ὁ Σταυρὸς τοῦ Κυρίου ὡδήγησε στὴν Ἀνάστασι. Ὁ Σταυρὸς εἶναι ἡ δύναμί μας, ἡ δόξα μας, ἡ τιμή μας, ἡ πηγὴ τῆς ἀναστάσεως καὶ τῆς ζωῆς.

Ἦχος βαρύς.

Ανέστη Χριστὸς ἐκ νεκρῶν,
λύσας θανάτου τὰ δεσμά·
εὐαγγελίζου γῆ χαρὰν μεγάλην·
αἰνεῖτε, οὐρανοί,
Θεοῦ τὴν δόξαν.

Ο Χριστὸς ἀνεστήθη ἐκ τῶν νεκρῶν, ἀφοῦ ἔσπασε τὶς ἁλυσίδες τοῦ θανάτου· μὲ πολλὴ εὐχαρίστησι ἀνάγγειλε, γῆ, τὴν μεγάλη αὐτὴ χαρὰ σ᾿ ὅλο τὸν κόσμο· καὶ σεῖς οὐρανοὶ ὑμνεῖτε τὴ μεγάλη δόξα τοῦ Θεοῦ.
Ενα μεγάλο μήνυμα χαρᾶς ἦταν ἡ Ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ γιὰ τοὺς μαθητάς του. Πῶς ἦτο δυνατὸν νὰ μὴ χαροῦν μετὰ τὸ νικητήριο σάλπισμα τοῦ θριάμβου τοῦ Ἰησοῦ; Τώρα εἶχαν τὰ πάντα πληρωθῆ ἀπὸ τὸ φῶς· καὶ ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ καὶ ὁ ἅδης. Αὐτὴ ἡ ὑπερκόσμια λάμψι τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ στὴ γῆ εἶναι ἡ αἰώνια πηγὴ τῆς χαρᾶς τῶν χριστιανῶν. Ὁ Χριστὸς εἶπε πὼς στὴ γήϊνη ζωή μας, οἱ ἄνθρωποι, θὰ δοκιμάσωμε πολλὲς θλίψεις· ἀλλὰ γιὰ τοὺς χριστιανοὺς οἱ θλίψεις εἶναι εὐκαιρίες οἰκοδομῆς καὶ κατεργασία πνευματικὴ γιὰ τὴν ἄσκησι στὴν ὑπομονὴ καὶ τὴν καρτερία. Κι ὅταν πονοῦμε ἀκόμη οἱ χριστιανοί, ξέρουμε πὼς στὸ τέλος γίνεται τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ποὺ μᾶς ἀγαπᾶ καὶ μᾶς φροντίζει. Γι᾿ αὐτὸ νοιώθουμε τὴν πραγματικὴ χαρά, ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὸν κενὸ τάφο τοῦ Χριστοῦ.
Σὲ ὅλες τὶς ἐποχὲς οἱ ἄνθρωποι ἀναζητοῦν τὴν χαρὰ σὲ ἐξωτερικὲς πράξεις καὶ ἐκδηλώσεις τοῦ ἑαυτοῦ των ἢ τοῦ περιβάλλοντός των, χωρὶς περιεχόμενο καὶ βάθος. Ἡ χαρὰ τῶν ἀνθρώπων, γιὰ νὰ εἶναι σταθερὴ καὶ νὰ ἱκανοποιῆ τὸν ἐσώτερο ἄνθρωπο, πρέπει νὰ ἔχη ἄμεση σχέσι μὲ τὸν Θεό. Ἐκεῖνο ποὺ πιὸ πολὺ μᾶς συντρίβει στὴ ζωή μας εἶναι τὸ φάσμα τοῦ θανάτου καὶ ἡ περιπέτεια τῆς ἀρρώστιας. Γιὰ κείνους ποὺ πιστεύουν στὸ Χριστό, ὁ θάνατος θὰ μᾶς φέρη πιὸ γρήγορα κοντά του καὶ στὴ χαρὰ τῆς Βασιλείας του. Ἡ δὲ ἀρρώστια θὰ ἀποδειχθῇ τελικὰ γιὰ τὴν ψυχική μας ὠφέλεια πολὺ χρήσιμη. Γι᾿ αὐτό, στὸ ἀναστάσιμο τροπάριο τῶν αἴνων, ὁ ψαλμωδὸς καλεῖ τὴν γῆ, καὶ τοὺς οὐρανοὺς νὰ ὑμνήσουν τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ· «αἰνεῖτε, οὐρανοί, θεοῦ τὴν δόξαν». Αὐτὸ τὸν ὕμνο ἂς ψάλουμε κι ἐμεῖς στὸν ἀναστάντα Χριστό, σὰν ἕνα τραγούδι εὐχαριστίας καὶ εὐγνωμοσύνης στὸ μεγάλο Θεό μας.

Ἦχος πλ. δ´.

Κύριε, εἰ καὶ κριτηρίῳ παρέστης
ὑπὸ Πιλάτου κρινόμενος,
ἀλλ᾿ οὐκ ἀπελείφθης τοῦ θρόνου
τῷ Πατρὶ συγκαθεζόμενος,
καὶ ἀναστὰς ἐκ νεκρῶν,
τὸν κόσμον ἠλευθέρωσας
ἐκ τῆς δουλείας τοῦ ἀλλοτρίου,
ὡς οἰκτίρμων καὶ φιλάνθρωπος.

Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἂν καὶ παρουσιάσθηκες στὸ δικαστήριο σὰν κατηγορούμενος, δικαζόμενος ἀπὸ τὸν Πιλᾶτο, ὅμως δὲν ἔπαυσες νὰ κατέχης κι ἐκείνη τὴν ὥρα τὸν οὐράνιο θρόνο σου, ἀφοῦ πάντοτε κάθεσαι, μαζὺ μὲ τὸν Πατέρα σου ἐπάνω σ᾿ αὐτόν· καὶ ἀφοῦ μάλιστα μὲ τὸ νὰ ἀναστηθῆς ἐκ τῶν νεκρῶν ἀπήλλαξες ὁλόκληρο τὸν κόσμο ἀπὸ τὴν τυραννικὴ δουλεία τοῦ διαβόλου καὶ τοῦ θανάτου, σὰν εὔσπλαγχνος καὶ φιλάνθρωπος Θεὸς ποὺ εἶσαι.
Σὲ πολλὰ ἀπὸ τὰ ἀναστάσιμα τροπάρια, οἱ ἱεροὶ ὑμνωδοί, πρὶν φθάσουν στὸν ὕμνο γιὰ τὴν Ἀνάστασι, ἐνθυμοῦνται τὸ Πάθος τοῦ Κυρίου καὶ ὅλη τὴν ταπείνωσι ποὺ ὑπέστη γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ κόσμου. Ἔτσι καὶ στὸ πρῶτο τροπάριο τῶν αἴνων τῆς σημερινῆς Κυριακῆς ὁ ποιητὴς ὑπενθυμίζει τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ στὸ ἀνθρώπινο δικαστήριο, ποὺ πρὸς στιγμὴν ἔδειχνε πὼς ὅλα γιὰ τὸν Χριστὸ εἶχαν τελειώσει. Ἄλλο ὅμως εἶναι ἡ ταπείνωσι καὶ ἄλλο ἡ ἧττα. Ἡ ταπείνωσι εἶναι δύναμι καὶ προσφορά. Ἡ ἧττα εἶναι ἀφανισμός. Ὁ Χριστὸς ἐδέχθη νὰ ταπεινωθῇ τόσο πολὺ γιὰ τὴν σωτηρία μας. Οἱ ἁγιογράφοι τῆς Ἐκκλησίας μας ὠνόμασαν τὴν παράστασι τοῦ Χριστοῦ στὸ Σταυρό, ἄκρα ταπείνωσι. Αὐτός, λοιπόν, ποὺ ἐταπεινώθη ἦταν οὐσιαστικὰ ὁ δυνατός. Διότι δὲν ἔπαυσε οὔτε στιγμὴ νὰ εἶναι ὁ δυνατός, αὐτὸς ποὺ κρατοῦσε τὸν θρόνο του στὸν οὐρανό, αὐτὸς ποὺ μποροῦσε νὰ πῆ ἕνα λόγο ἢ νὰ παρατάξῃ στρατιὲς ἀγγέλων, γιὰ νὰ συντρίψῃ τοὺς ἐχθρούς του. Δὲν τὸ ἔκανε ὅμως.
Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ τύπος καὶ ὁ ὑπογραμμὸς γιὰ μᾶς, ἀδελφέ μου. Ἂς ταπεινωθοῦμε, λοιπόν. Δὲν πειράζει ἂν θὰ μᾶς περιφρονήσουν κι ἂν θὰ μᾶς χλευάσουν γιὰ τὸ ὄνομά του. Ἀρκεῖ νὰ ἐκπροσωποῦμε ἄξια τὸν Χριστὸ καὶ νὰ μὴ νικηθοῦμε ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Ὁ συμβιβασμὸς στὴ ζωή μας εἶναι ἧττα, ἐνῷ ἀκριβῶς τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ σημαίνει τὴν κατάργησι κάθε συμβιβασμοῦ μὲ τὸν κόσμο. Ὁ ἀγῶνας μας γιὰ νὰ μείνωμε πιστοὶ στὸ παράδειγμα καὶ στὸ θέλημα τοῦ Χριστοῦ, θὰ μᾶς φέρη κοντὰ στόν οὐράνιο θρόνο του· θὰ μᾶς χαρίση τὴν αἰωνία ἀνάστασι καὶ τὴν ζωὴ τῆς βασιλείας του. Ὁ ἀγῶνας τῶν χριστιανῶν δὲν εἶναι οὐτοπία, οὔτε χαίμαιρα· εἶναι ζωὴ χάριτος καὶ προσδοκίας γιὰ τὴν ἀνάστασι.


Ἀνάληψις καὶ Πεντηκοστή

Ἦχος δ´.

Ἀνελήφθης ἐν δόξῃ,
Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν
χαροποιήσας τοὺς μαθητὰς
τῇ ἐπαγγελίᾳ τοῦ ἁγίου Πνεύματος·
βεβαιωθέντων αὐτῶν διὰ τῆς εὐλογίας
ὅτι σὺ εἶ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ,
ὁ λυτρωτὴς τοῦ κόσμου.

Ανελήφθης στοὺς οὐρανοὺς δοξασμένος, Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ὁ Θεός μας, ἀφοῦ ἐχαροποίησες τόσο πολὺ τοὺς μαθητάς σου μὲ τὴν ὑπόσχεσι, ὅτι θὰ στείλης τὸ Πανάγιό σου Πνεῦμα· αὐτοὶ δὲ ἐβεβαιώθηκαν γιὰ μιὰ ἀκόμη φορὰ μὲ τὴν εὐλογία σου, ὅτι σὺ εἶσαι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Λυτρωτὴς τοῦ κόσμου.
Η τελευταία ἐμφάνισι τοῦ Κυρίου στὸν κόσμο ἦταν ἡ εὐλογία. Τὸ περιγράφει ὁ ἱερὸς εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς· «καὶ ἐπάρας τὰς χεῖρας αὐτοῦ εὐλόγησεν αὐτούς. Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ εὐλογεῖν αὐτὸν αὐτοὺς διέστη ἀπ᾿ αὐτῶν καὶ ἀνεφέρετο εἰς τὸν οὐρανόν». Αὐτὴ ἡ εὐλογία τοῦ Κυρίου ἦταν μιὰ κίνησι λειτουργική, γιὰ νὰ τοὺς μεταδώσῃ τὴν Χάρι του. Ἡ ἐκκλησία ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ τῆς παρουσίας της στὸν κόσμο, εὐλογεῖ τοὺς πιστούς. Οἱ Ἀπόστολοι, καὶ ἔπειτα οἱ ἐπίσκοποι καὶ οἱ ἱερεῖς μὲ τὴν ἴδια κίνησι τοῦ χεριοῦ, ποὺ ὑπέδειξε ὁ Κύριος, εὐλογοῦν καὶ ἁγιάζουν τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ. Ἡ εὐλογία εἶναι μιὰ ἐξωτερικὴ πράξι, καὶ μιὰ οὐσιαστικὴ λειτουργία. Ἰδιαίτερα, ὅταν τελοῦνται τὰ ἱερὰ μυστήρια, οἱ λειτουργοὶ εὐλογοῦν τὰ τίμια δῶρα στὴ θεία Εὐχαριστία, εὐλογοῦν τὸ νερὸ τῆς Βαπτίσεως, τὸ λάδι τοῦ Εὐχελαίου, τὰ στέφανα τῶν νεονύμφων, τὴν κεφαλὴ τοῦ ἐξομολογουμένου καὶ τοῦ χειροτονουμένου ἱερέως· εὐλογοῦν καὶ τὰ νήπια στὴν ὥρα τοῦ χρίσματος. Ἀλλὰ καὶ οἱ εὐλογίες πρὸς τοὺς πιστοὺς εἶναι τόσες πολλὲς στὶς ὧρες τῆς λατρείας. Μὲ τὴν ἴδια κίνησι εὐλογοῦμε τοὺς καρποὺς τῆς γῆς καὶ ὅλα τὰ καλὰ ἔργα ποὺ βγαίνουν ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα χέρια. Ἡ εὐλογία εἶναι βασικὸ σημεῖο τῆς λειτουργικῆς μας ζωῆς, ἀναντικατάστατο στοιχεῖο γιὰ τὴν μετάδοσι τῆς χάριτος καὶ τοῦ ἁγιασμοῦ. Ἡ εὐλογημένη ζωὴ τοῦ πιστοῦ εἶναι ἡ συνέπεια τῆς εὐλογίας, ποὺ δέχεται ἀπὸ τὸν Χριστὸ καὶ τοὺς ἱερεῖς του.

Ἦχος πλ. δ´.

Εὐλογητὸς εἶ Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν,
ὁ πανσόφους τοὺς ἁλιεῖς ἀναδείξας,
καταπέμψας αὐτοῖς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον,
καὶ δι᾿ αὐτῶν τὴν οἰκουμένην σαγηνεύσας,
Φιλάνθρωπε, δόξα σοι.

Πρέπει νὰ εὐλογῆσαι καὶ νὰ ὑμνῆσαι, Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ καὶ Θεέ μας, σὺ ὁ ὁποῖος ἔκαμες τόσο σοφοὺς καὶ φωτισμένους δασκάλους, τοὺς ἁπλοϊκοὺς ψαράδες τῆς Γαλιλαίας, ἀφοῦ ἔστειλες σ᾿ αὐτοὺς τὸ Πανάγιό σου Πνεῦμα· καὶ χρησιμοποιῶντας κατόπιν αὐτοὺς σὰν κήρυκας καὶ ἀποστόλους σου προσείλκυσες στὸ Εὐαγγέλιο τὸν κόσμο ὁλόκληρο· γι᾿ αὐτὸ σὲ σένα, φιλάνθρωπε Κύριε, ἀνήκει ἡ δόξα.
Η μεγάλη ὑπόσχεσι τοῦ Κυρίου δὲν ἐβράδυνε νὰ ἐκπληρωθῆ. Ἦταν ἡ μεγάλη ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς. Οἱ μαθηταὶ τοῦ Κυρίου δὲν εἶχαν ἀκόμη συνέλθει ἀπὸ τὴν δοκιμασία τῆς ἀπουσίας του. Συγκεντρωμένοι καὶ σιωπηλοὶ κάθονται στὸ ὑπερῷον. Ὑπάρχει πάντως μέσα στὸ βάθος τῆς ψυχῆς τους κάποια κρυφὴ προσδοκία, κάποια ἀναμονή, κάποια γλυκειὰ ἐλπίδα. Κανένας δὲν μιλάει. Ἔμψυχα ἀδειανὰ δοχεῖα οἱ καρδιές τους περιμένουν τὴν ὥρα ποὺ θὰ πληρωθοῦν ἀπὸ τὴν οὐράνια βροχὴ τῆς θείας σοφίας καὶ ἀγάπης. Χέρσοι τόποι ποὺ θὰ πέση στὰ βάθη τους ζωογόνος βροχή, γιὰ νὰ φυτρώσῃ ὁ σπόρος καὶ νὰ πρασινίσῃ κάθε σπιθαμή, καὶ νὰ σχηματίσῃ ὡραίους χλοερούς κυματισμούς, ἀπὸ τὴν ἰδία δροσοβόλο αὔρα, μέχρις ὅτου γίνη καρπὸς ὥριμος καὶ μεστός, ἕτοιμος νὰ τροφοδοτήση τὸν οὐρανόν. Ψυχὲς ἀποστολικές, νέοι καὶ ἡλικιωμένοι ἄνθρωποι, σὲ ὥρα ἀναμονῆς· ὁ νεανικὸς παλμὸς καὶ ἡ ὥριμη σωφροσύνη ἀδρανοῦν ἀκόμη. Ὦ ὧρες γλυκειᾶς προσμονῆς καὶ θείου μεγαλείου! Φόβος καὶ σιωπή. Ἄπνοια καὶ περισυλλογή. «Καὶ ἐγένετο ἄφνω ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἦχος ὥσπερ φερομένης πνοῆς βιαίας, καὶ ἐπλήρωσεν ὅλον τὸν οἶκον οὐ ἦσαν καθήμενοι». (Πράξ. γ´, 7).
Οὐράνιος, ἀκατάληπτος καὶ ἀπροσμέτρητος καταιγισμὸς ἀπὸ ἱερὴ φωτιά. Στιγμὲς αἰώνιες καὶ μοναδικὲς στὴν ἱστορία τοῦ κόσμου. Πυρωμένες φλόγες σὲ σχῆμα φωτεινῶν γλωσσῶν προσδιαγράφουν τὴν πνευματικὴ πορεία τοῦ κόσμου, διαμοιράζονται στοὺς ἐκπλήκτους ἱεροὺς ἄνδρας καὶ ἀναστρέφουν καὶ μεταστρέφουν ὁλόκληρον τὸν ρυθμὸ τοῦ ἐσωτερικοῦ τους κόσμου. Ἡ ψυχή τους ὡραιοποιεῖται. Τὸ πνεῦμα ἀναπτερώνεται. Ἡ συνείδησι φωτίζεται. Ἡ γνῶσι ἁπλώνεται. Τὸ σῶμα ἐνισχύεται. Τὸ φρόνημα ἀνανεώνεται. Ὁ φόβος διαλύεται. Ὁ θεῖος ζῆλος κορυφώνεται. Ἀνοίγεται διάπλατα ἡ διάνοιά τους σὲ νέους κόσμους σοφίας καὶ γνώσεως καὶ οἱ ἁλιεῖς γίνονται θεολόγοι σοφοί. Ἀνοίγουν τὸ στόμα τους διὰ νὰ μιλήσουν καὶ ἡ γλῶσσα τους συνθέτει νέους φθόγγους, νέες λέξεις. Πάρθοι καὶ Μῆδοι καὶ Ἐλαμῖται καὶ τόσοι ἄλλοι ἄκουαν κατάπληκτοι τοὺς ἀποστόλους νὰ μιλοῦν τὴν δική τους γλῶσσα. Ἦταν τὸ προανάκρουσμα τῆς εὐαγγελικῆς ἐπαγγελίας εἰς «πάντα τὰ ἔθνη». Τὸ μέγα καὶ ἀνυπέρβλητο θαῦμα εἶχε γίνει. Ὁ Παράκλητος, τὸ Πανάγιο καὶ Θεῖο Πνεῦμα, τὸ τρίτο πρόσωπο τῆς Ἁγίας καὶ ὑπερυμνήτου Τριάδος εἶχε ἔλθει σύμφωνα μὲ τὴν ὑπόσχεσι τοῦ Κυρίου. Ἡ Ἐκκλησία εἶχε πλέον ἱδρυθῆ γιὰ νὰ συνεχίζεται ἀπ᾿ αὐτὴ καὶ ἐντὸς αὐτῆς ἡ ἀπολύτρωσι τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Κεφαλὴ καὶ ἀκρογωνιαῖος λίθος της ὁ Χριστός, πρῶτοι λίθοι οἰκοδομῆς οἱ ἔνδοξοι Ἀπόστολοι. Εὐλογημένα παιδιὰ τοῦ Θεοῦ, ὅλοι ἐμεῖς.
by Νέο Άστρο

Φως και Χαρά

Follow him @ Twitter | Facebook | Google Plus

Tags: