Όπως χτίσατε, λοιπόν, μία εντελώς λανθασμένη θεωρία για την προπατορική αμαρτία, το ίδιο λανθασμένη είναι και η εικόνα γενικώς που έχετε για την αμαρτία. Η Βίβλος διαχωρίζει την αμαρτία ως πτώση από τον Θεό από τις αμαρτίες λόγω ανθρώπινης αδυναμίας.
Στην πρώτη επιστολή του Ιωάννη υπάρχει ένα μέρος που σας δυσκολεύει πολύ: «Εάν τις ίδη τον αδελφόν αυτού αμαρτάνοντα αμαρτίαν μη προς θάνατον, αιτήσει, και δώσει αυτώ ζωήν, τοις αμαρτάνουσι μη προς θάνατον. Έστιν αμαρτία προς θάνατον˙ ου περί εκείνης λέγω ίνα ερωτήση. Πάσα αδικία αμαρτία εστί˙ και έστιν αμαρτία ου προς θάνατον’’ (Ιωαν. Α΄ 5,16-17).
Ο Ιωάννης κάνει διάκριση ανάμεσα στην αμαρτία που οδηγεί στον θάνατο και τις αμαρτίες που δεν οδηγούν σε θάνατο. Ως πιστοί είστε υπήκοοι της Βασιλείας του Θεού. Όταν στον επίγειο δρόμο σας ως αδύναμοι προσκυνητές κάνετε καθημερινά μικρά ή μεγαλύτερα λάθη, πρόκειται για αμαρτίες για τις οποίες θα δώσετε λόγο χωρίς όμως να σταματήσετε να είστε υπήκοοι της Βασιλείας του Θεού. Αν εντούτοις γυρίσετε την πλάτη προς τον Θεό, είτε επειδή δεν πιστεύετε, είτε επειδή αρνείστε την Ύπαρξή Του ζώντας σαν να μην υπάρχει Θεός, αυτή είναι αμαρτία λιποταξίας. Είναι η αμαρτία μέσα από την οποία αποχωρίζεστε την Βασιλεία του Θεού, περνώντας στο βασίλειο των κακών, εχθρικών προς τον Θεό δυνάμεων. Είναι θανάσιμη αμαρτία. Και ο Θεός που έδωσε σε κάθε άνθρωπο ελεύθερη θέληση, δεν επεμβαίνει ποτέ με βία στις ελεύθερες αποφάσεις των πλασμάτων του, δεν κάνει κάτι για να τον μεταπείσει. Καθένας πρέπει να βρει την Σωτηρία αποφασίζοντας ελρα, μόνος του.
Το ότι μπορούν οι άνθρωποι να επιστρέψουν και δεν εμποδίζονται με βία από τον Εωσφόρο, το χρωστούν στον Σωτήρα. Αυτός τον νίκησε αναγκάζοντάς τον να αφήνει ελεύθερους όσους μετανιώνουν για την πτώση τους και θέλουν να επιστρέψουν στον Θεό. Ήταν ο ίδιος, ο Πρώτος, που κατέβηκε στους νεκρούς της κόλασης, δίχως εκείνος να ανήκει στους πεπτωκότες. Ήταν επίσης ο πρώτος που ανέβηκε από τον Άδη στον Ουρανό. Προηγουμένως δεν μπορούσε κανένα από τα πνεύματα του βάθους να ανέλθει. Όποιος κατέβαινε μια φορά στον Άδη δεν μπορούσε να ανέβει πλέον στα Ύψη. Η επιστροφή του Χριστού από τον Άδη ήταν η πρώτη Ανάσταση εκ των νεκρών. Αυτό το αναφέρει πολλές φορές ο Παύλος στις επιστολές του. Έτσι γράφει στους Εφεσίους (4,9): «Το δε ανέβη τι εστίν ει μη ότι και κατέβη εις τα κατώτερα της γης;» Εννοεί τις σφαίρες της κόλασης. Βρίσκονται χαμηλότερα από την γήινη σφαίρα. Και στους Κολοσσαείς γράφει (2,15): «Απεκδυσάμενος τας αρχάς και τας εξουσίας εδειγμάτισεν εν παρρησία, θριαμβεύσας αυτούς εν αυτώ». Εννοεί τις δυνάμεις της κόλασης που πολέμησε, αφού κατέβηκε μαζί με τις Ουράνιες Λεγεώνες και τις υπερνίκησε αναγκάζοντας με την νίκη Του τον αρχηγό τους τον Εωσφόρο να αφήσει ελεύθερους εκείνους που δεν ήθελαν πλέον να παραμείνουν υπήκοοι του βασιλείου των νεκρών. Σ’ αυτό αναφέρεται ο Παύλος στην επιστολή του: «Συνταφέντες αυτώ εν τω βαπτίσματι, εν ω και συνηγέρθητε δια της πίστεως της ενεργείας του Θεού του εγείραντος αυτόν εκ των νεκρών. Και υμάς, νεκρούς όντας εν τοις παραπτώμασι και τη ακροβυστία της σαρκός υμών, συνεζωοποίησεν υμάς συν αυτώ, χαρισάμενος ημίν πάντα τα παραπτώματα…» (Κολοσ. 2,12-13). Οι Κολοσσαείς, στους οποίους γράφει ο Παύλος, ήταν και αυτοί άλλοτε πνευματικά νεκροί και υπήκοοι του Εωσφόρου. Αλλά αργότερα πίστεψαν στον Χριστό και στην Βασιλεία του Θεού. Με αυτή τους την πίστη ανήκαν στο Χριστό και συμμερίζονταν μαζί Του την Βασιλεία του Θεού. Όταν αναφέρει εδώ για τον Χριστό, εγείραντος αυτόν εκ των νεκρών, δεν σημαίνει ότι ήταν πνευματικά νεκρός, αλλά ότι είχε κατέβει στο βασίλειο των πνευματικά νεκρών και βρισκόταν αποχωρισμένος, τουλάχιστον εξωτερικά, από την Βασιλεία του Θεού. Επομένως ο Χριστός ήταν σε αυτές τις σφαίρες όμοιος με πνευματικά νεκρό, αν και δεν ήταν ο ίδιος πνευματικά νεκρός. Εγείραντος αυτόν εκ των νεκρών σημαίνει ότι ο Θεός του έδωσε την εξουσία να νικήσει τις δυνάμεις του βασιλείου των νεκρών, οδηγώντας Τον έτσι πίσω στη Βασιλεία της Ουράνιας Ζωής.
Η Έγερσις λοιπόν και η Ανάστασις εκ των νεκρών δεν έχει τίποτα να κάνει με έγερση του ανθρώπινου σώματος. Κατά τον Ιππόλυτο Ρωμανό (πρεσβύτερο και αντιπάπα από το 217-235), το Αποστολικό Σύμβολο της Πίστεως στον 7ο στίχο έλεγε: «Credis in Spiritu Sancto et sanctam Ecclesiam et carnis resurrectionem?” Δηλαδή, «Πιστεύεις εις το Άγιο Πνεύμα και εις την αγίαν Εκκλησίαν και εις την ανάστασιν της σαρκός;»
Και το προσδοκώ Ανάστασιν νεκρών δεν σημαίνει τίποτα άλλο παρά την παρηγορητική Αλήθεια, ότι όλοι οι πνευματικά νεκροί, μαζί και ο Εωσφόρος, θα επιστρέψουν πίσω στον Θεό. Ο Παύλος δίνει την ορθή διδασκαλία όταν λέει: «Σπείρεται σώμα ψυχικόν, εγείρεται σώμα πνευματικόν» (Κορινθ. Α΄ 15,44). Οι σημερινοί Χριστιανοί όμως, ως Ανάσταση εκ νεκρών εννοούν μιαν ανάσταση του ανθρώπινου σώματος, ένα ξαναφτιάξιμο του ανθρώπινου σώματος. Όλα αυτά όμως είναι μεγάλα λάθη. Διότι η Ανάσταση του Χριστού από τους νεκρούς είναι, επαναλαμβάνω, μόνο η επιστροφή Του από το βασίλειο των πνευματικά νεκρών, η επιστροφή Του από τον Άδη, από την κόλαση, όπου είχε κατέβει ως Πνεύμα. Το αποστολικό Σύμβολο της Πίστεως το εκφράζει με τα λόγια: «Και την τρίτη ημέρα αναστάντα εκ των νεκρών». Ίσως θα ήταν πιο σαφές αν έλεγε: «Και την τρίτη ημέρα επανελθόντα εκ των νεκρών».
Η έκφραση ανάστασις εκ νεκρών σας είναι τόσο δυσνόητη, επειδή με την λέξη νεκρός εννοείτε μόνο τον γήινο θάνατο και σκέφτεστε μόνο πτώματα, μνήματα και νεκροταφεία. Στην Βίβλο, η λέξη θάνατος σημαίνει τον αποχωρισμό από τον Θεό και νεκροί είναι τα πεπτωκότα πνεύματα.