Άκουσες το χάδι, μύρισες την λέξη, γεύτηκες τον
ήχο,
άγγιξες την άβυσσο στο χαράκωμα του βράχου
,
και κοίταξες το αίτιο της αρχής και της παύσης του
χρόνου.
Μα δεν είδες παρά μονάχα αυτό που ήθελες να δεις,
αναξιόπιστος μάρτυρας των φαινομένων,
χειρομάντης των γραμμών της παλάμης
στο αποτύπωμα του χεριού της μοίρας
που αλλάζει διαρκώς μορφή και θέση,
περιπαίζοντας την ανάγκη της σταθερότητας
που επιμένεις να αναζητάς.
Και βρήκες την λύση
στην εκθρόνιση της αλήθειας,
και στη στέψη του συμβόλου που στα μέτρα σου
έφτιαξες
ως θεό του κόσμου για να προσκυνάς,
μα την ώρα της ανάγκης δεν αντέχεις τα ρίγη του
σύμπαντος
που όντως είναι.
Και καταρρέεις που ο θεός την χάρη του
επάνω σου δεν βρέχει, ως δίκαιη των κόπων σου
-που τον δημιούργησες- ανταμοιβή.