Ο ταξιδιώτης στην
πνευματική Οδό, όσο μακρύτερα προχωράει, τόσο αποκτά βαθμιαία συνείδηση
δύο διαφορετικών γεγονότων: της ετερότητας και της εγγύτητας του Αιωνίου. Κατ'
αρχάς αντιλαμβάνεται όλο και περισσότερο ότι ο Θεός είναι μυστήριο.
Ο Θεός είναι
«ο τελείως Άλλος», αόρατος, ασύλληπτος, εντελώς υπερβατικός, πέρα από λόγια,
πέρα από κάθε κατανόηση. «Σίγουρα το νεογέννητο μωρό ξέρει τόσα για τον κόσμο
και τους δρόμους του, όσα ο πιο σοφός από μας μπορεί να ξέρει για τις οδούς του
Θεού, που ο δρόμος του εκτείνεται στον ουρανό και στην γη, στον χρόνο και στην
αιωνιότητα». Ένας Χριστιανός της Ορθόδοξης Παράδοσης θα συμφωνήσει μ' αυτό
απόλυτα. Όπως οι Έλληνες Πατέρες τόνιζαν: «Ένας Θεός, δηλαδή, που απαιτούμε να
τον καταλαβαίνουμε εξονυχιστικά με τις δυνατότητες του λογικού μας μυαλού,
καταντάει να μην είναι τίποτε περισσότερο από ένα είδωλο, σχηματοποιημένο κατά
την δική μας εικόνα. Ένας τέτοιος Θεός οπωσδήποτε δεν είναι ο αληθινός και
ζωντανός Θεός της Βίβλου και της Εκκλησίας. Ο άνθρωπος είναι κατ' εικόνα Θεού,
αλλά το αντίθετο δεν αληθεύει.
Ο Θεός όμως του
μυστηρίου είναι ταυτόχρονα εξαιρετικά κοντά μας, πληρώνοντας όλα τα πράγματα,
όντας παντού γύρω και μέσα μας. Και είναι παρών, όχι απλώς ως ατμόσφαιρα
ή ανώνυμη δύναμη, αλλά με τρόπο προσωπικό. Ο Θεός που είναι άπειρα πιο
πέρα από την κατανόησή μας, μας αποκαλύπτει τον εαυτό του ως πρόσωπο· μας καλεί
τον καθένα με το όνομά του και εμείς του απαντάμε. Ανάμεσα σε μας και τον
υπέρτατο Θεό υπάρχει μια σχέση αγάπης, παρόμοια με εκείνη που υπάρχει ανάμεσα
στον καθένα από μας και τους άλλους που μας είναι πάρα πολύ αγαπητοί.
Γνωρίζουμε τους άλλους ανθρώπους μέσω της δικής μας αγάπης προς αυτούς,
και της δικής τους προς εμάς. Έτσι είναι και με τον Θεό. Ο
Θεός, ο Βασιλιάς μας, είναι: πιο στοργικός από κάθε φίλο, πιο δίκαιος από κάθε
κυβερνήτη, πιο τρυφερός από κάθε πατέρα, πιο πολύ μέλος δικό μας από όσο
τα ίδια μας τα μέλη, πιο αναγκαίος σε μας από την ίδια μας την καρδιά.
Αυτοί, λοιπόν, είναι οι
δύο «πόλοι» της εμπειρίας του ανθρώπου για το Θείον. Ο Θεός είναι μακρύτερα
αλλά και κοντύτερα από οτιδήποτε άλλο. Και βρίσκουμε, παράδοξα, ότι αυτοί
οι δύο πόλοι δεν αλληλοκαταργούνται· αντιθέτως, όσο πιο πολύ μας ελκύει ο ένας
«πόλος» τόσο πιο ζωντανά αποκτούμε αντίληψη του άλλου ταυτόχρονα. Προχωρώντας
στην οδό, ο καθένας βρίσκει ότι ο Θεός γίνεται όλο και πιο οικείος αλλά
και πιο μακρινός, γνωστός και όμως άγνωστος, γνωστός στο πιο μικρό
παιδί και ακατανόητος στον πιο λαμπρό θεολόγο. Ο Θεός κατοικεί σε «φως
απρόσιτο», ενώ ο άνθρωπος βρίσκεται μέσα στην παρουσία Του με τρυφερή
εμπιστοσύνη, και τον προσφωνεί "φίλο" του. Ο Θεός είναι και
τέρμα και αφετηρία. Είναι ο Οικοδεσπότης που μας καλωσορίζει στο τέρμα του
ταξιδιού, αλλά είναι και ο σύντροφος που περπατάει δίπλα μας σε κάθε βήμα πάνω
στην Οδό. «Αυτός είναι και το πανδοχείο όπου ξεκουραζόμαστε για μια νύχτα
και το οριστικό τέρμα του ταξιδιού μας». Μυστήριο, και όμως Πρόσωπο. Ας δούμε
αυτές τις δύο όψεις.
2. Ο ΘΕΟΣ ΩΣ ΜΥΣΤΗΡΙΟ
Αν δεν ξεκινήσουμε με
αίσθημα σεβασμού και έκπληξης -μ' αυτό που συχνά ονομάζεται αίσθημα δέους-
μικρή πρόοδο θα κάνουμε στην Οδό. Όταν ο Samuel Palmer επισκέφθηκε για πρώτη
φορά τον William Blake, ο γέροντας τον ρώτησε πώς προσέγγιζε το έργο της
ζωγραφικής. «Με φόβο και τρόμο» είπε ο Blake.
Οι Έλληνες Πατέρες
παρομοιάζουν την συνάντηση του ανθρώπου με τον Θεό με την εμπειρία κάποιου που
περπατάει πάνω στα βουνά μέσα στην ομίχλη· κάνει ένα βήμα μπροστά, και ξαφνικά
βρίσκει ότι είναι στην άκρη ενός γκρεμού, δίχως στέρεο έδαφος κάτω απ' τα πόδια
του, παρά μόνο μιαν απύθμενη άβυσσο. Ή, αλλού, χρησιμοποιούν το παράδειγμα ενός
ανθρώπου που στέκεται την νύχτα σ' ένα σκοτεινό δωμάτιο· ανοίγει το
παραθυρόφυλλο του παραθύρου, και καθώς κοιτάζει έξω, μια ξαφνική λάμψη αστραπής
τον κάνει να οπισθοχωρήσει τρομαγμένος και για μια στιγμή τυφλωμένος. Αυτό
είναι το αποτέλεσμα όταν έρχεται κανείς πρόσωπο με πρόσωπο με το ζων μυστήριο
του Θεού. Μας φέρνει ίλιγγο· όλα τα γνώριμα πατήματα εξαφανίζονται, και
φαίνεται να μην υπάρχει για μας τίποτε για να πιαστούμε· τα εσωτερικά μας μάτια
είναι τυφλωμένα, οι φυσικές μας δυνατότητες κλονίζονται.
Οι Πατέρες επίσης θεωρούν
σύμβολα της πνευματικής Οδού, τις δύο μορφές της Π. Διαθήκης: τον Αβραάμ και το
Μωϋσή. Ο Αβραάμ, όταν ζούσε ακόμη στο προγονικό του σπίτι, στην Ουρ των
Χαλδαίων, άκουσε από τον Θεό: «...έξελθε εκ της γης σου και εκ του οίκου του
πατρός σου και δεύρο εις την γην, ην αν σοι δείξω» (Γεν. 12,1). Δεχόμενος το
θείο κάλεσμα, ξεριζώνεται από το γνώριμό του περιβάλλον, και ριψοκινδυνεύει στο
άγνωστο δίχως καμιά καθαρή αντίληψη του τελικού του προορισμού. Έχει απλώς πάρει
την εντολή «έξελθε», και υπακούει με πίστη.
Ο Μωϋσής δέχεται
διαδοχικά τρία οράματα από τον Θεό: πρώτα βλέπει τον Θεό σε ένα όραμα φωτός
στην Φλεγομένη Βάτο (Έξοδ. 3,2)· έπειτα ο Θεός του αποκαλύπτεται μέσα από ένα
φως ανακατεμένο με σκοτάδι, στην «στήλη νέφους και πυρός» που συνοδεύει τους
Ισραηλίτες μέσα στην έρημο (Έξοδ. 13,21)· και τέλος συναντά τον Θεό σε ένα «μη
όραμα», όταν μιλάει μαζί του μέσα στο «γνόφο», στην κορφή του Όρους Σινά (Έξοδ.
20,21).
Ο Αβραάμ ταξιδεύει από το
γνώριμο σπίτι του μέσα σε μιαν άγνωστη χώρα· ο Μωϋσής προχωρεί από το φως στο
σκοτάδι. Κι έτσι αποδεικνύεται πώς συμβαίνει με τον καθένα που ακολουθεί την
πνευματική Οδό. Φεύγουμε από το γνωστό προς το άγνωστο, προχωρούμε από το φως
στο σκοτάδι. Δεν προχωρούμε απλώς από το σκοτάδι της άγνοιας στο φως της
γνώσης, αλλά κατευθυνόμαστε από το φως της μερικής σε μια μεγαλύτερη γνώση που
είναι τόσο βαθύτερη ώστε μπορεί μόνο να περιγραφεί ως «σκοτάδι του
αγνώστου». Σαν το Σωκράτη αρχίζουμε ν' αντιλαμβανόμαστε πόσο λίγα καταλαβαίνουμε.
Βλέπουμε ότι το έργο του Χριστιανισμού δεν είναι να παρέχει εύκολες απαντήσεις
σε κάθε ερώτηση, αλλά να μας κάνει προοδευτικά γνώστες ενός μυστηρίου. Ο Θεός
δεν είναι τόσο το αντικείμενο της γνώσης μας όσο η αιτία του θαυμασμού μας.
Αναφερόμενος στον Ψαλμό 8,1, «Κύριε, ο Κύριος ημών, ως θαυμαστόν το όνομά σου
εν πάση τη γη», ο Άγ. Γρηγόριος Νύσσης διαπιστώνει: «Το όνομα του Θεού δεν
είναι γνωστό· είναι διαπορούμενο».
Αναγνωρίζοντας ότι ο Θεός
είναι ασύγκριτα μεγαλύτερος από οτιδήποτε μπορούμε να πούμε ή να σκεφτούμε γι'
αυτόν, το βρίσκουμε αναγκαίο να αναφερόμαστε σ' αυτόν όχι μόνο μέσα από άμεσες
αναφορές αλλά μέσα από εικόνες και απεικονίσεις. Η θεολογία μας είναι συμβολική
κατά μία μεγάλη έκταση. Όμως τα σύμβολα μόνα τους δεν είναι αρκετά να εκφράσουν
την υπερβατικότητα και την «ετερότητα» του Θεού. Για να στραφούμε προς το
Mysterium Tremendum (το φοβερό μυστήριο) έχουμε ανάγκη να χρησιμοποιήσουμε όχι
μόνο αρνητικές αλλά και καταφατικές διατυπώσεις, λέγοντας μάλλον τι δεν είναι ο
Θεός, παρά το τι είναι. Δίχως αυτή την χρήση του αρνητικού τρόπου που
ονομάζεται αποφατική προσέγγιση, η ομιλία μας για τον Θεό γίνεται σοβαρά
παραπλανητική.
Όλα όσα βεβαιώνουμε
σχετικά με τον Θεό, όσο σωστά κι αν είναι, υστερούν από την ζώσα αλήθεια. Αν
πούμε ότι είναι καλός ή δίκαιος, πρέπει αμέσως να προσθέσουμε ότι η καλωσύνη
του ή η δικαιοσύνη δεν πρέπει να μετρηθούν με τα ανθρώπινά μας δεδομένα. Αν
πούμε ότι υπάρχει, πρέπει αυτό να το προσδιορίσουμε αμέσως προσθέτοντας ότι δεν
είναι υπαρκτό αντικείμενο ανάμεσα σε άλλα, ότι στην περίπτωσή του η λέξη
«υπάρχω» έχει μια μοναδική σημασία. Έτσι ο καταφατικός τρόπος εξισορροπείται
από τον αρνητικό. Όπως το θέτει ο Καρδινάλιος Newman, συνεχώς «φάσκουμε και
αντιφάσκουμε για ένα θετικό αποτέλεσμα». Έχοντας κάνει μια κατάφαση σχετικά με
τον Θεό, πρέπει να την προσπεράσουμε: η διατύπωση δεν είναι αναληθής, αλλά ούτε
αυτή, ούτε καμιά άλλη μορφή λέξεων μπορεί να περιλάβει την πληρότητα του
υπέρτατου Θεού.
Έτσι η πνευματική Οδός
αποδεικνύεται ότι είναι ένα μονοπάτι μετάνοιας με την πιο ριζική έννοια. Η
μετάνοια σημαίνει στην κυριολεξία «αλλαγή του νου». Προσεγγίζοντας τον Θεό,
πρέπει να αλλάξουμε τον νου μας, απογυμνώνοντας τους εαυτούς μας από όλους τους
συνηθισμένους τρόπους σκέψης. Πρέπει να μεταστραφούμε όχι μόνο ως προς την
θέληση αλλά και ως προς την διάνοιά μας. Χρειάζεται να αντιστρέψουμε την
εσωτερική μας προοπτική, να στηρίξουμε την πυραμίδα στην κορυφή της!
Κι όμως ο «γνόφος» όπου
μπαίνουμε μαζί με τον Μωϋσή γίνεται ένα φωτεινό ή ένα εκθαμβωτικό σκοτάδι. Ο
αποφατικός τρόπος του «αγνοείν» μας φέρνει σε πληρότητα και όχι σε κενότητα. Οι
αρνήσεις μας στην πραγματικότητα είναι υπερκαταφάσεις. Καταστροφική στην
εξωτερική μορφή, η αποφατική προσέγγιση είναι καταφατική στα τελικά της
αποτελέσματα: μας βοηθεί να πλησιάσουμε πέρα από κάθε διατύπωση θετική ή
αρνητική, πέρα από κάθε γλώσσα και σκέψη, προς μιαν άμεση εμπειρία του
ζώντος Θεού.
Αυτό αποδίδεται πράγματι
με την ίδια την λέξη «μυστήριο». Στην κανονική θρησκευτική έννοια του όρου,
«μυστήριο» σημαίνει όχι μόνο απόκρυψη αλλά και αποκάλυψη. Το ελληνικό
ουσιαστικό μυστήριον σχετίζεται με το ρήμα μύω που σημαίνει «κλείνω τα μάτια ή
το στόμα». Στον υποψήφιο να μυηθεί, σε ορισμένες από τις παγανιστικές μυστηριακές
θρησκείες, πρώτα έδεναν τα μάτια και τον οδηγούσαν μέσα από ένα λαβύρινθο
διαδρόμων· έπειτα ξαφνικά του ξεσκέπαζαν τα μάτια και έβλεπε εκτεθειμένα γύρω
του τα μυστικά εμβλήματα της λατρείας. Επομένως, στο χριστιανικό πλαίσιο, δεν
εννοούμε ως «μυστήριο» απλώς αυτό που είναι δυσνόητο και μυστηριώδες, ένα
αίνιγμα ή ένα άλυτο πρόβλημα· αντίθετα μυστήριο είναι κάτι που
αποκαλύπτεται για να το κατανοήσουμε, αλλά που ποτέ δεν κατανοούμε διεξοδικά,
γιατί μας οδηγεί στο βάθος ή στο σκοτάδι του Θεού. Τα μάτια είναι κλειστά, αλλά
είναι επίσης ανοιχτά.
Έτσι, μιλώντας για τον
Θεό ως μυστήριο, ερχόμαστε στο δεύτερο «πόλο» μας. Ο Θεός είναι κρυμένος από
μας, αλλά επίσης μας αποκαλύπτεται: αποκαλύπτεται ως Πρόσωπο και ως Αγάπη.
3. Η ΠΙΣΤΗ ΣΤΟΝ ΘΕΟ ΩΣ ΠΡΟΣΩΠΟ
Στο «Σύμβολο της Πίστης»
δεν λέμε, «Πιστεύω ότι υπάρχει κάποιος Θεός»· λέμε, «Πιστεύω εις ένα Θεόν».
Ανάμεσα στο "πιστεύω ότι" και στο "πιστεύω εις"
υπάρχει μια κρίσιμη διάκριση. Μου είναι δυνατόν να πιστεύω ότι κάποιος ή κάτι
υπάρχει και όμως αυτή η πεποίθηση να μην έχει πρακτικό αποτέλεσμα στην ζωή μου.
Μπορώ να ανοίξω τον τηλεφωνικό κατάλογο και να διαβάσω εξονυχιστικά τα
ονόματα που είναι καταχωρημένα στις σελίδες του· και καθώς διαβάζω, είμαι
προετοιμασμένος να πιστέψω ότι μερικοί (ή ακόμη κι οι περισσότεροι) απ' αυτούς
τους ανθρώπους πράγματι υπάρχουν. Αλλά δεν γνωρίζω κανέναν απ' αυτούς
προσωπικά, έτσι η πεποίθησή μου ότι υπάρχουν δεν έχει για μένα καμιά
σημασία. Αντίθετα, όταν λέω σε ένα πολυαγαπημένο φίλο, «σε πιστεύω», κάνω κάτι
πολύ περισσότερο από το να εκφράσω την πεποίθηση ότι αυτό το πρόσωπο υπάρχει.
«Σε πιστεύω» σημαίνει: στρέφομαι σε σένα, ακουμπώ πάνω σου, σε εμπιστεύομαι
απόλυτα και ελπίζω σε σένα. Και αυτό είναι που λέμε στον Θεό μέσα από το
«Πιστεύω».
Η πίστη στον Θεό, λοιπόν,
δεν μοιάζει καθόλου με το είδος της λογικής βεβαιότητας που πετυχαίνουμε στην
Ευκλείδεια γεωμετρία. Ο Θεός δεν είναι το συμπέρασμα σε μιά σειρά συλλογισμών,
η λύση σ' ένα μαθηματικό πρόβλημα. Το να πιστεύεις στον Θεό δεν είναι το να
δέχεσαι την δυνατότητα της ύπαρξής του επειδή μας έχει «αποδειχθεί» με κάποιο
θεωρητικό επιχείρημα, αλλά το να εμπιστευτούμε τον Ένα που ξέρουμε και
αγαπάμε. Η πίστη δεν είναι η υπόθεση πως κάτι ίσως είναι αλήθεια, αλλά η
βεβαιότητα ότι κάποιος είναι εκεί.
Επειδή η πίστη δεν είναι
λογική βεβαιότητα αλλά προσωπική σχέση, και επειδή αυτή η προσωπική σχέση είναι
ακόμη πολύ ατελής στον καθένα μας και έχει ανάγκη να εξελίσσεται συνέχεια είναι
δυνατόν να συνυπάρχει η πίστη με την αμφιβολία. Αυτά τα δύο δεν αποκλείονται
αμοιβαία. Ίσως υπάρχουν μερικοί που με την χάρη του Θεού κρατούν σε όλη τους
την ζωή την πίστη μικρού παιδιού, που τους δίνει την ικανότητα να δέχονται
χωρίς ερώτηση όλα αυτά που έχουν διδαχτεί. Για τους περισσότερους όμως από
εκείνους που ζουν σήμερα στη Δύση, μια τέτοια διάθεση απλώς δεν είναι δυνατή.
Πρέπει να οικειοποιηθούμε την κραυγή: «Κύριε, πιστεύω· βοήθει μου τη απιστία»
(Μαρκ. 9,24). Για πάρα πολλούς από μας αυτή θα παραμείνει η διαρκής μας
προσευχή ως αυτές τις πύλες του θανάτου. Κι όμως η αμφιβολία καθαυτή δεν
δείχνει έλλειψη πίστης. Ίσως σημαίνει το αντίθετο -ότι η πίστη μας είναι
ζωντανή και αυξανόμενη. Γιατί η πίστη δεν συνεπάγεται μακαριότητα αλλά
ριψοκινδύνευμα, όχι απομόνωση από το άγνωστο αλλά πορεία άφοβη για να το
συναντήσουμε. Εδώ ένας Ορθόδοξος Χριστιανός θα μπορούσε πρόθυμα να
οικειοποιηθεί τα λόγια του Επισκόπου J.Α.Τ. Robinson: «Η πράξη της πίστης
είναι ασταμάτητος διάλογος με την αμφιβολία». Όπως σωστά λέει ο Thomas
Merton· Η πίστη είναι πηγή αμφιβολίας και πάλης πριν γίνει πηγή
σιγουριάς και γαλήνης.»
Η πίστη, λοιπόν, δείχνει
μια προσωπική σχέση με τον Θεό· μια σχέση που, αν και είναι όλο ατέλεια και
δισταγμό, δεν είναι καθόλου λιγότερο πραγματική. Είναι το να γνωρίσεις τον Θεό
όχι ως θεωρία ή αφηρημένη αρχή, αλλά ως Πρόσωπο. Το να γνωρίζεις
ένα πρόσωπο είναι κάτι πολύ περισσότερο από το να γνωρίζεις γεγονότα σχετικά μ'
αυτό το πρόσωπο. Το να γνωρίζεις ένα πρόσωπο ουσιαστικά σημαίνει να το αγαπάς·
δεν μπορεί να υπάρξει αληθινή γνώση των άλλων προσώπων δίχως αμοιβαία αγάπη.
Δεν έχουμε καμιά άληθινή γνώση εκείνων που μισούμε. Εδώ, λοιπόν, είναι οι δυο
λιγότερο παραπλανητικοί τρόποι να μιλάμε για τον Θεό που υπερβαίνει την
αντίληψή μας: ο Θεός είναι προσωπικός, και είναι αγάπη. Και αυτοί βασικά είναι
δύο τρόποι για να πούμε το ίδιο πράγμα. Ο τρόπος μας για να μπούμε στο μυστήριο
του Θεού είναι μέσω της προσωπικής αγάπης. Όπως λέγεται στον "Γνόφο
Αγνωσίας'': «Θα μπορούσε να γίνει αντικείμενο αγάπης αλλά όχι αντικείμενο
σκέψης. Με την αγάπη μπορεί να τον συλλάβουμε και να τον κρατήσουμε αλλά με την
σκέψη ποτέ».
Σαν μια αμυδρή ένδειξη
αυτής της προσωπικής αγάπης που επικρατεί ανάμεσα στον πιστό και στο
αντικείμενο της πίστης του, ας πάρουμε τρία παραδείγματα ή λεκτικές εικόνες. Το
πρώτο είναι από μια αφήγηση του 2ου αιώνα, από το μαρτύριο του αγ. Πολυκάρπου.
Οι Ρωμαίοι στρατιώτες μόλις έχουν φτάσει για να συλλάβουν τον ηλικιωμένο
Επίσκοπο Πολύκαρπο, και να τον πάρουν εκεί όπου ξέρει ότι πρέπει να είναι ο
θάνατός του.
Όταν άκουσε ότι είχαν
φτάσει, κατέβηκε και μίλησε μαζί τους. Όλοι τους έμειναν έκπληκτοι από την
μεγάλη του ηλικία και την ηρεμία του, και απορούσαν γιατί οι αρχές ήθελαν τόσο
επίμονα να συλλάβουν έναν ηλικιωμένο σαν κι αυτόν. Αμέσως έδωσε εντολή να τους
φέρουν φαγητό και ποτό, όσο ήθελαν, αν και ήταν αργά· και τους ζήτησε να του
επιτρέψουν να προσευχηθεί μία ώρα ανενόχλητος. Όταν εκείνοι συμφώνησαν,
σηκώθηκε όρθιος και προσευχήθηκε, και ήταν τόσο γεμάτος από την χάρη του Θεού
ώστε για δυο ώρες δεν μπορούσε να σιωπήσει. Καθώς εκείνοι άκουγαν είχαν γεμίσει
από θαυμασμοό, και πολλοί απ' αυτούς λυπόντουσαν που είχαν έρθει να συλλάβουν
έναν τέτοιο άγιο άνθρωπο. Εκείνος θυμήθηκε ονομαστικά όλους όσους είχε ποτέ
συναντήσει, μεγάλους και μικρούς, φημισμένους ή άγνωστους, και ολόκληρη την
Εκκλησία σ' όλο τον κόσμο.
Τόσο φλογερή είναι η
αγάπη του για τον Θεό, και για όλο το ανθρώπινο γένος εν Θεώ, ώστε αυτή την
στιγμή την κρίσιμη ο άγιος Πολύκαρπος σκέφτεται μόνο τους άλλους και όχι τον
προσωπικό του κίνδυνο. Όταν ο Ρωμαίος κυβερνήτης του λέει να σώσει την ζωή του
αρνούμενος τον Χριστό, απαντά: «Ογδονταέξη χρόνια τον υπηρέτησα και δεν με
έβλαψε σε τίποτε. Πώς μπορώ λοιπόν να βλαστημήσω τον Βασιλιά μου, που με
έσωσε;»
Το δεύτερο παράδειγμα το
δίνει ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος τον 11ον αιώνα, περιγράφοντας πώς ο
Χριστός του αποκαλύφθηκε σε όραμα φωτός:
"Έλαμψες
πάνω μου με εκτυφλωτική λαμπρότητα και, έτσι φάνηκε, μου παρουσιάστηκες μέσα
στην ολότητά σου καθώς με όλο μου το είναι σε ατένιζα διάπλατα. Και όταν
είπα: «Κύριε, ποιος είσαι»; Τότε ευαρεστήθηκες να μιλήσεις για πρώτη φορά
με μένα τον άσωτο. Με τι απαλότητα μου μίλησες, καθώς στεκόμουν έκπληκτος και
γεμάτος τρόμο: «Τι σημαίνει αυτή η δόξα και αυτή η εκθαμβωτική λαμπρότητα; Πώς
συμβαίνει να έχω διαλεχτεί εγώ για να δεχτώ τόσο μεγάλη ευλογία;» «Είμαι ο Θεός
» απάντησες, «που έγινα για χάρη σου άνθρωπος· και επειδή μ' έχεις
αναζητήσει μ' όλη σου την καρδιά, από τώρα και πέρα θα είσαι ο αδερφός μου, ο
συγκληρονόμος μου και ο φίλος μου».
Το τρίτο είναι μια προσευχή γραμμένη από ένα Ρώσσο Επίσκοπο του 17ου
αιώνα, τον άγιο Δημήτριο του Rostov:
Έλα,
Φως μου, και φώτισε το σκοτάδι μου.
Έλα,
Ζωή μου, και αναζωογόνησέ με από τον θάνατο.
Έλα,
Γιατρέ μου, και γιάτρεψε τις πληγές μου.
Έλα,
Φλόγα της Θείας αγάπης και κάψε τ' αγκάθια των αμαρτιών μου, φωτίζοντας την
καρδιά μου με την φλόγα της αγάπης σου.
Έλα,
Βασιλιά μου, κάθησε πάνω στο θρόνο της καρδιάς μου κι εκεί βασίλεψε.
Γιατί
εσύ μόνος είσαι ο Βασιλιάς μου κι ο Κύριός μου".
4. ΤΡΕΙΣ ΔΕΙΚΤΕΣ
Ο Θεός, λοιπόν, είναι ο
Ένας που αγαπάμε, ο προσωπικός μας φίλος. Δεν χρειάζεται ν' αποδείξουμε
την ύπαρξη ενός προσωπικού φίλου. Ο Θεός, «δεν είναι εξωτερική μαρτυρία, αλλά
το μυστικό κάλεσμα μέσα μας». Αν πιστεύουμε στον Θεό, είναι γιατί τον
γνωρίζουμε άμεσα από την δική μας εμπειρία και όχι από λογικές αποδείξεις. Παρ'
όλα αυτά, είναι ανάγκη να γίνει εδώ μια διάκριση ανάμεσα στην «εμπειρία» και
στις «εμπειρίες». Άμεση εμπειρία μπορεί να υπάρξει χωρίς να συνοδεύεται
αναγκαστικά από ιδιαίτερες εμπειρίες. Υπάρχουν πράγματι πολλοί που έφτασαν να
πιστέψουν στον Θεό από κάποια φωνή ή κάποιο όραμα σαν κι αυτό που δέχθηκε
ο απόστολος Παύλος στον δρόμο για την Δαμασκό (Πραξ. 9, 1-9). Υπάρχουν όμως
πολλοί άλλοι που ποτέ δεν έχουν περάσει από ιδιαίτερες εμπειρίες αυτού του
τύπου, αλλά μπορούν να βεβαιώσουν ότι σ' όλη τη διάρκεια της ζωής τους και στο
σύνολό της, αισθάνονται μια ολοκληρωτική εμπειρία του ζώντος Θεού, μια
πεποίθηση που υφίσταται σε ένα επίπεδο πιο στέρεο από όλες τις αμφιβολίες τους.
Ακόμη κι αν δεν μπορούν να δώσουν μαρτυρία για μιαν ορισμένη θέση ή στιγμή,
όπως μπόρεσε ο άγιος Αυγουστίνος, ο Pascal ή ο Wesley, μπορούν να ισχυριστούν
με εμπιστοσύνη ότι γνωρίζουν τον Θεό προσωπικά.
Τέτοια, επομένως, είναι η βασική «μαρτυρία» για την ύπαρξη του Θεού:
μια πρόσκληση για άμεση εμπειρία (αλλά όχι αναγκαστικά για εμπειρίες). Όμως,
ενώ δεν μπορούν να υπάρξουν λογικές αποδείξεις για την θεία πραγματικότητα,
υπάρχουν ορισμένοι «δείκτες». Στον κόσμο γύρω μας όπως επίσης μέσα μας,
υπάρχουν γεγονότα, που ζητούν μιαν ερμηνεία, αλλά που μένουν ανερμήνευτα, αν
δεν αφεθούμε στην πίστη σ' ένα προσωπικό Θεό. Τρεις τέτοιοι δείκτες πρέπει ν'
αναφερθούν ιδιαίτερα.
Πρώτος, είναι ο κόσμος
γύρω μας. Τι βλέπουμε; Πολλή ακαταστασία και φανερή φθορά, τραγική
απελπισία και φαινομενικά άχρηστο πόνο. Αυτό είναι όλο; Βέβαια όχι. Αν υπάρχει
ένα «πρόβλημα κακού», υπάρχει επίσης κι ένα «πρόβλημα καλού». Οπουδήποτε κοιτάξουμε,
δεν βλέπουμε μόνο σύγχυση αλλά και ομορφιά. Στην χιονονιφάδα, σε ένα φύλλο
ή έντομο, ανακαλύπτουμε σχέδια δομημένα με μιαν ευαισθησία και ισορροπία
που τίποτε φτιαγμένο από την ανθρώπινη επιδεξιότητα δεν μπορεί να το φτάσει.
Δεν πρόκειται να ερμηνεύσουμε συναισθηματικά αυτά τα πράγματα αλλά δεν μπορούμε
και να τα αγνοήσουμε. Πώς και γιατί εμφανίστηκαν αυτά τα σχέδια; Αν πάρω ένα
πακέτο με κάρτες μόλις φερμένες από το εργοστάσιο, με τις τέσσερις άκρες
τακτικά τοποθετημένες σε σειρά κι αρχίσω να το ανακατεύω, τότε όσο
ανακατεύονται τόσο το αρχικό σχέδιο θα εξαφανίζεται και θ' αντικαθίσταται από
μιαν ανόητη αντιπαράθεση. Αλλά στην περίπτωση του σύμπαντος έχει συμβεί το
αντίθετο. Μέσα από ένα χάος αρχικό έχουν ξεπηδήσει σχέδια με πολυμορφία και
νόημα που ολοένα αυξάνουν, και ανάμεσα σε όλα αυτά τα σχέδια το πιο πολύμορφο
και το πιο σημαντικό είναι ο ίδιος ο άνθρωπος. Γιατί θα έπρεπε η διαδικασία που
συμβαίνει στο πακέτο με τις κάρτες ν' αντιστραφεί ακριβώς στο επίπεδο του
σύμπαντος; Τι ή ποιος είναι υπεύθυνος γι' αυτή την κοσμική τάξη και το σχέδιο;
Τέτοια ερωτήματα δεν είναι παράλογα. Είναι η ίδια η λογική που με σπρώχνει να
ψάξω για μιαν ερμηνεία οπουδήποτε διακρίνω τάξη και νόημα.
«Το
Καλαμπόκι ήταν Ανατολή και Αθάνατο Σιτάρι που ποτέ δεν θά 'πρεπε να θεριστεί,
μήτε ποτέ είχε σπαρθεί. Νόμιζα πως ήταν εκεί αιώνια. Η Σκόνη και οι Πέτρες του
Δρόμου ήταν πολύτιμες σαν Χρυσάφι... Τα Πράσινα Δένδρα, όταν τα πρωτοείδα μέσα
από μια Πύλη με γήτεψαν και με μάγεψαν· η Γλύκα τους και η αλλόκοτη Ομορφιά
τους έκαναν την καρδιά μου να αναπηδήσει, και σχεδόν τρελός από Έκσταση που
υπήρχαν τέτοια περίεργα και θαυμάσια Πράγματα...» Η αντίληψη της παιδικής
ηλικίας του Thomas Traherne για την ομορφιά του κόσμου μπορεί να παραλληλιστεί
με πολυάριθμα κείμενα από Ορθόδοξες πηγές, όπως με τα λόγια του Πρίγκηπα
Vladimir Monomakh του Κιέβου:
"Κοίταξε τον ουρανό, τον ήλιο και την σελήνη και τ' αστέρια, το σκοτάδι
και το φως, και την γη που είναι απλωμένη πάνω στα νερά, πώς είναι ρυθμισμένα,
Κύριε, από την πρόνοιά σου!
Κοίταξε τα διάφορα ζώα και τα πουλιά και τα ψάρια πώς στολίζονται με την
στοργική σου φροντίδα, Κύριε! Και γι' αυτό το θαύμα, επίσης απορούμε: πώς έχεις
δημιουργήσει τον άνθρωπο από την σκόνη και πόσο διαφέρουν στην εμφάνιση τα ανθρώπινα
πρόσωπα: ακόμη κι αν μπορούσαμε να συγκεντρώσουμε όλους τους ανθρώπους απ' όλο
τον κόσμο, δεν θα υπήρχε ούτε ένας με την ίδια εμφάνιση αλλά ο καθένας, με την
σοφία του Θεού, έχει την δική του εμφάνιση. Ας θαυμάσουμε ακόμη πώς τα πουλιά
τ' ουρανού φεύγουν από τον παράδεισό τους: δεν μένουν σε μια χώρα αλλά φεύγουν,
δυνατά και αδύνατα μαζί, προς όλες τις χώρες στην προσταγή του Θεού, σε όλα τα
δάση και τους αγρούς.
Αυτή
η παρουσία του νοήματος μέσα στον κόσμο μαζί με την σύγχυση, της συνοχής και
της ομορφιάς μαζί με την ασημαντότητα μας δίνει ένα πρώτο «δείκτη» προς τον
Θεό. Βρίσκουμε ένα δεύτερο «δείκτη» μέσα μας. Γιατί, πέρα από την επιθυμία μου
για ευχαρίστηση και την απαρέσκειά μου για τον πόνο, να έχω μέσα μου ένα
αίσθημα καθήκοντος και ηθικής υποχρέωσης, μια αίσθηση του σωστού και του
λάθους, μια συνείδηση; Και αυτή η συνείδηση δεν μου λέει απλώς να υπακούω σε
κανόνες που με δίδαξαν άλλοι· είναι προσωπική. Γιατί, επί πλέον, έτσι καθώς
είμαι τοποθετημένος μέσα στο χρόνο και στο χώρο, βρίσκω μέσα μου αυτό που ο
Νικόλαος Καβάσιλας ονομάζει «απέραντη δίψα» ή δίψα για ό,τι είναι αιώνιο; Ποιος
είμαι; Τι είμαι;
Η
απάντηση σ' αυτές τις ερωτήσεις κάθε άλλο παρά φανερή είναι. Τα όρια του
ανθρώπου είναι εξαιρετικά πλατιά· ο καθένας από μας ξέρει πολύ λίγα για τον
αληθινό και βαθύ εαυτό του. Με τις εξωτερικές κι εσωτερικές αντιληπτικές μας
ικανότητες, με την μνήμη μας και με την δύναμη του ασυνειδήτου, εκτεινόμαστε
πάνω από το διάστημα, απλωνόμαστε προς τα πίσω και προς τα εμπρός μέσα στο
χρόνο, και φτάνουμε πέρα από τον χώρο και το χρόνο μέσα στην αιωνιότητα. «Μέσα
στην καρδιά είναι απύθμενα βάθη», βεβαιώνουν οι Ομιλίες του Αγ. Μακαρίου. «Δεν
είναι παρά ένα μικρό σκεύος: κι όμως υπάρχουν εκεί δράκοι και λιοντάρια και
δηλητηριώδη πλάσματα και όλοι οι θησαυροί της κακίας: άγρια, απότομα μονοπάτια
υπάρχουν εκεί και ανοιχτά χάσματα. Εκεί επίσης υπάρχει ο Θεός, υπάρχουν οι
άγγελοι, υπάρχει ζωή και Βασιλεία, υπάρχει φως και οι Απόστολοι, οι ουράνιες
πολιτείες και οι θησαυροί της χάριτος: τα πάντα υπάρχουν εκεί».
Μ'
αυτό τον τρόπο έχουμε ο καθένας μέσα στη δική του καρδιά, ένα δεύτερο «δείκτη».
Τι σημαίνει η συνείδησή μου; Ποια είναι η ερμηνεία για την αίσθηση του απείρου
που έχω; Μέσα μου υπάρχει κάτι που, συνέχεια, με κάνει να κοιτάζω πέρα από τον
εαυτό μου. Μέσα μου φέρνω μια πηγή θαύματος, μια πηγή για μια συνεχή
αυτοϋπέρβαση.
Ένα
τρίτος «δείκτης» πρέπει να βρεθεί στις σχέσεις μου με τους άλλους ανθρώπους.
Για τον καθένα από μας -ίσως μία ή δύο φορές μόνο σ' όλη την πορεία της ζωής
μας- έχουν υπάρξει ξαφνικές αποκαλυπτικές στιγμές, όπου μας φανερώθηκε η πιο
βαθειά ύπαρξη και η αλήθεια ενός άλλου, και αποκτήσαμε εμπειρία της εσωτερικής
του ζωής σαν να ήταν δική μας. Και αυτή η συνάντηση με την αληθινή
προσωπικότητα ενός άλλου είναι, γι' άλλη μια φορά, μια επαφή με το υπερβατικό
και το άχρονο, με κάτι πιο δυνατό απ' το θάνατο. Το να πούμε στον άλλο, μ' όλη
μας την καρδιά «Σ' αγαπώ», είναι σαν να λέμε «Δεν θα πεθάνεις ποτέ». Σε τέτοιες
στιγμές προσωπικής συμμετοχής ξέρουμε, όχι από επιχειρήματα αλλά από άμεση
βεβαιότητα, ότι υπάρχει ζωή πέρα απ' τον θάνατο. Γι' αυτό στις σχέσεις μας με
άλλους, καθώς και στην εμπειρία με τον εαυτό μας, έχουμε στιγμές
υπερβατικότητας που μαρτυρούν ότι κάτι βρίσκεται πιο πέρα. Πώς θα μπορέσουμε να
είμαστε πιστοί σ' αυτές τις στιγμές και να τις νοιώθουμε;
Αυτοί οι τρεις «δείκτες» - στον κόσμο γύρω μας, στον κόσμο μέσα μας, και στις
διαπροσωπικές μας σχέσεις- μπορούν να βοηθήσουν όλοι μαζί, σαν ένας τρόπος
προσέγγισης, φέρνοντάς μας στο κατώφλι της πίστης στον Θεό. Κανείς απ' αυτούς
τους «δείκτες» δεν αποτελεί μια λογική απόδειξη. Αλλά ποια είναι η άλλη εκλογή;
Μπορούμε να πούμε ότι η φανερή τάξη στο σύμπαν είναι απλή σύμπτωση, ότι η
συνείδηση είναι μόνο το αποτέλεσμα του κοινωνικού εθισμού, και ότι, όταν η ζωή
σ' αυτό τον πλανήτη τελικά εκλείψει, όλα αυτά που το ανθρώπινο γένος έχει ζήσει
ως εμπειρίες και όλες οι δυνατότητές μας θα είναι σαν να μην είχαν υπάρξει
ποτέ; Μια τέτοια απάντηση μου φαίνεται όχι μόνο καθόλου ικανοποιητική και απάνθρωπη,
αλλά και τρομερά παράλογη.
Είναι βασικό στοιχείο στο χαρακτήρα μου ως ανθρώπου να ψάχνω παντού για
σημαντικές ερμηνείες. Το κάνω αυτό και με τα μικρότερα πράγματα στη ζωή μου:
δεν θα το κάνω με τα μεγαλύτερα; Η πίστη στον Θεό με βοηθάει να καταλάβω γιατί
ο κόσμος θά 'πρεπε νά 'ναι όπως είναι, όχι μόνο με την ομορφιά του αλλά και με
την ασχήμια του· γιατί θά' πρεπε νά 'μαι όπως είμαι, όχι μόνο με την ευγένειά
μου αλλά και με την ευτέλειά μου και γιατί θά 'πρεπε ν' αγαπώ τους άλλους, βεβαιώνοντας
την αιώνιαν αξία τους. Δίχως την πίστη στον Θεό δεν μπορώ να δω άλλη ερμηνεία
για όλα αυτά. Η πίστη στον Θεό με κάνει ικανό ν' αντιλαμβάνομαι τα πράγματα, να
τα βλέπω σαν ένα σύνολο αρμονικό, με ένα τρόπο που τίποτε άλλο δεν μπορεί να
μου το δώσει. Η πίστη με κάνει ικανό να κάνω από τα πολλά το ένα.
5. ΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ
Για να δείξει τους δύο
«πόλους» που έχει η σχέση του Θεού με μας -άγνωστος κι όμως καλά γνωστός,
κρυμένος κι όμως αποκαλυμένος- η Ορθόδοξη παράδοση κάνει μια διάκριση ανάμεσα
στην ουσία, την φύση ή την εσώτερη ύπαρξη του Θεού από την μια πλευρά, και στις
ενέργειές του, τις λειτουργίες ή τις πράξεις της δύναμής του, από την άλλη.
«Είναι έξω απ' όλα τα
πράγματα σύμφωνα με την ουσία του», γράφει ο άγ. Αθανάσιος, «αλλά είναι μέσα σ'
όλα τα πράγματα με τις πράξεις της δύναμής του». «Γνωρίζουμε την ουσία από την
ενέργεια», βεβαιώνει ο άγ. Βασίλειος. «Κανείς δεν έχει δει ποτέ την ουσία του
Θεού, αλλά πιστεύουμε στην ουσία γιατί παίρνουμε εμπειρία της ενέργειας». Με
την ουσία του Θεού εννοείται η ετερότητά του, με τις ενέργειες, η εγγύτητά του.
Επειδή ο Θεός είναι ένα μυστήριο πέρα από την δική μας κατανόηση, ποτέ δεν θα
μάθουμε την ουσία του ή την εσώτερη ύπαρξή του, ούτε σ' αυτή την ζωή ούτε στο
Μέλλοντα Αιώνα. Αν ξέραμε την θεία ουσία, αυτό θα σήμαινε ότι θα ξέραμε τον Θεό
με τον ίδιο τρόπο που εκείνος γνωρίζει τον εαυτό του· και αυτό δεν μπορούμε να
το κάνουμε ποτέ, αφού αυτός είναι ο Δημιουργός κι εμείς τα δημιουργήματα. Αλλά,
ενώ η εσώτερη ουσία του Θεού είναι για πάντα πέρα από την αντιληπτική μας
ικανότητα, οι ενέργειές του, η χάρη, η ζωή και η δύναμη γεμίζουν όλο το σύμπαν
και μας είναι άμεσα προσιτές.
Η ουσία, επομένως,
δηλώνει την απόλυτη υπερβατικότητα του Θεού, οι ενέργειες την εγγύτητα και την
πανταχού παρουσία. Όταν οι Ορθόδοξοι μιλούν για τις θείες ενέργειες, δεν
εννοούν μ' αυτό μιαν εκπόρευση από τον Θεό, ένα «μεσάζοντα» μεταξύ Θεού και
ανθρώπου, ή ένα «πράγμα» ή «δώρο» που παρέχει ο Θεός. Αντίθετα, οι ενέργειες
είναι ο ίδιος ο Θεός μέσα στη δραστηριότητά του και την αυτοαποκάλυψή του. Όταν
ένας άνθρωπος ξέρει ή μετέχει στις θείες ενέργειες, αυτός αληθινά ξέρει ή
μετέχει στον ίδιο τονΘεό, όσο αυτό είναι δυνατό για ένα δημιούργημα. Αλλά ο
Θεός είναι Θεός κι εμείς είμαστε άνθρωποι· κι έτσι, ενώ εκείνος μας κατέχει,
εμείς δεν μπορούμε να τον κατέχουμε κατά τον ίδιο τρόπο.
Όπως θα ήταν λάθος να θεωρήσουμε τις ενέργειες σαν ένα «πράγμα» που μας
παρέχει ο Θεός, έτσι θα ήταν το ίδιο παραπλανητικό να πάρουμε τις ενέργειες ως
ένα «μέρος» του Θεού.
Η θεότητα είναι απλή και
αδιαίρετη και δεν έχει μέρη. Η ουσία σημαίνει τον όλο Θεό όπως είναι στον εαυτό
του· οι ενέργειες σημαίνουν τον όλο Θεό όπως είναι σε δράση. Ο Θεός μέσα στην
ολότητά του είναι απόλυτα παρών σε κάθε μια από τις θείες ενέργειές του.
Επομένως η διάκριση ουσία - ενέργειες είναι ένας τρόπος να καθορίσουμε
ταυτόχρονα ότι ο όλος Θεός είναι απρόσιτος και ότι ο όλος Θεός, εξωτερικεύοντας
την αγάπη του, έχει γίνει προσιτός στον άνθρωπο.
Λόγω αυτής της διάκρισης
ανάμεσα στην θεία ουσία και στις θείες ενέργειες μπορούμε να βεβαιώσουμε την
δυνατότητα μιας άμεσης ή μυστικής ένωσης ανάμεσα στον άνθρωπο και τον Θεό -αυτό
που οι Έλληνες Πατέρες ορίζουν ως θέωση του ανθρώπου- αλλά ταυτόχρονα
αποκλείουμε οποιαδήποτε πανθεϊστική ταύτιση μεταξύ των δύο: γιατί ο άνθρωπος
μετέχει στις ενέργειες του Θεού, όχι στην ουσία. Υπάρχει ένωση αλλά όχι
συγχώνευση ή σύγχυση. Αν και «ενωμένος» με το θείον, ο άνθρωπος ακόμη παραμένει
άνθρωπος· δεν εξαφανίζεται ούτε εκμηδενίζεται, αλλά ανάμεσα σ' αυτόν και τον
Θεό συνεχίζει πάντα να υπάρχει μία σχέση προσώπου προς πρόσωπο «Εγώ-Εσύ».
Τέτοιος, λοιπόν, είναι ο
Θεός μας: ακατανόητος στην ουσία του, όμως γνωστός στις ενέργειές του· πέρα και
πάνω απ' όλα όσα μπορούμε να σκεφτούμε ή να εκφράσουμε, κι όμως κοντύτερα σε
μας από όσο η ίδια η καρδιά μας. Με τον αποφατικό τρόπο κατακομματιάζουμε όλα
τα είδωλα ή τις νοητικές εικόνες που σχηματίζουμε γι' αυτόν, γιατί ξέρουμε ότι
όλα είναι ανάξια της υπερβατικής μεγαλοσύνης του.
Όμως, ταυτόχρονα με την
προσευχή μας και με την δραστήρια υπηρεσία μας μέσα στον κόσμο, ανακαλύπτουμε
κάθε στιγμή τις θείες ενέργειές του, την άμεση παρουσία του σε κάθε πρόσωπο και
σε κάθε πράγμα. Καθημερινά, την κάθε ώρα, τον αγγίζουμε. Είμαστε, όπως είπε ο
Francis Thompson «σε γνωστή γη». Τα πάντα γύρω μας είναι το «πολυθαύμαστο
πράγμα»· η σκάλα του Ιακώβ είναι «στημένη ανάμεσα στον ουρανό και στο Charing
Cross»:
Ω
κόσμε αόρατε σε θεωρούμε,
κόσμε
ανέγγιχτε σ' αγγίζουμε,
κόσμε
ακατανόητε, σε γνωρίζουμε,
Ασύλληπτε,
σφιχτά σε κρατούμε.
Με τα λόγια του John
Scotus Eriugena, «κάθε ορατό και αόρατο πλάσμα είναι μια θεοφάνεια ή εμφάνιση
του Θεού». Ο Χριστιανός είναι εκείνος που, οπουδήποτε κοιτάξει, βλέπει παντού
τον Θεό και αγάλλεται μ' αυτόν. Δικαιολογημένα οι πρώτοι Χριστιανοί αποδίδουν
στον Χριστό αυτή την ρήση: «Σήκωσε την πέτρα και θα με βρεις· κόψε το ξύλο στα
δυο και θα είμαι εκεί».
"Φαντάσου
έναν κατακόρυφο απόκρημνο βράχο, με μιαν άκρη να προεξέχει στην κορφή. Τώρα
φαντάσου τι θα αισθανόταν ίσως ένα πρόσωπο, αν έβαζε το πόδι του στην άκρη
αυτού του γκρεμού και, κοιτάζοντας κάτω προς το χάος, δεν έβλεπε ούτε στέρεο
πάτημα ούτε κάτι για να πιαστεί. Αυτό είναι, νομίζω, η εμπειρία της ψυχής όταν
πηγαίνει πέρα από το πάτημα στα υλικά πράγματα, στην αναζήτησή της γι' αυτό που
δεν έχει διάσταση και υπάρχει προαιώνια. Γιατί δεν υπάρχει τίποτε από όπου να
μπορεί να κρατηθεί, ούτε χώρος, ούτε χρόνος, ούτε μέτρο, ούτε τίποτε άλλο· το
μυαλό μας δεν μπορεί να το προσεγγίσει. Κι έτσι η ψυχή, γλιστρώντας σε κάθε
σημείο από όπου δεν μπορεί να πιαστεί, ζαλίζεται και παθαίνει σύγχυση και
ξαναγυρίζει γι' άλλη μια φορά σ' αυτό που της είναι σύμφυτο, ευχαριστημένη τώρα
που ξέρει απλώς αυτό για το Υπέρτατο, ότι είναι τελείως διαφορετικό από την
φύση των πραγμάτων που η ψυχή γνωρίζει"
(Άγ.
Γρηγόριος Νύσσης).
"Σκέψου
έναν άνθρωπο που στέκεται την νύχτα μέσα στο σπίτι του, μ' όλες τις πόρτες
κλειστές· κι έπειτα υπόθεσε ότι ανοίγει ένα παράθυρο ακριβώς τη στιγμή που
παρουσιάζεται μια ξαφνική λάμψη αστραπής. Ανίκανος ν' ανεχτεί τη λαμπρότητα,
αμέσως προφυλάσσεται κλείνοντας τα μάτια του και φεύγοντας προς τα πίσω, μακριά
απ' το παράθυρο. Έτσι συμβαίνει με την ψυχή που είναι κλεισμένη μέσα στο
βασίλειο των αισθήσεων· αν ποτέ κρυφοκοιτάζει μέσα απ' το παράθυρο του νου
κατακλύζεται από την λαμπρότητα, σαν την αστραπή, της βεβαιότητας ότι το Άγιο
Πνεύμα είναι μέσα της. Μη μπορώντας να υποφέρει το θάμβος από το φως που
αποκαλύφθηκε, αμέσως παθαίνει σύγχυση στο νου της και αποσύρεται ολοκληρωτικά
στον εαυτό τηςκαταφεύγοντας σαν σ' ένα σπίτι, ανάμεσα στα αισθητά και
ανθρώπινα πράγματα".
(Άγ.
Συμεών ο Νέος Θεολόγος)
"Όποιος
προσπαθεί να περιγράψει το άφατο με λόγια είναι πράγματι ψεύτης -όχι επειδή
μισεί την αλήθεια, αλλά επειδή είναι ακατάλληλος για την περιγραφή"
(Άγ.
Γρηγόριος Νύσσης).
"Άφησε
τις αισθήσεις και τις εργασίες του νου, και όλα όσα οι αισθήσεις και ο νους
μπορούν να διακρίνουν, και όλα όσα δεν υπάρχουν και όσα υπάρχουν· και μέσα από
την αγνωσία πλησίασε, όσο αυτό είναι δυνατό, την ταυτότητα μ' αυτόν που είναι
πέρα από κάθε ύπαρξη και γνώση. Μ' αυτό τον τρόπο, με μιαν ασυμβίβαστη, απόλυτη
και καθαρή αποδέσμευση από τον εαυτό σου και απ' όλα τα πράγματα, ξεπερνώντας
όλα τα πράγματα και απαλλαγμένος απ' όλα, θα οδηγηθείς προς τα πάνω, προς αυτή
την λαμπρότητα του θείου γνόφου που είναι πάνω από κάθε ύπαρξη.
Μπαίνοντας
στο γνόφο που υπερβαίνει την κατανόηση, θα βρεθούμε σε μια κατάσταση όπου όχι
μόνο δεν θα μπορούμε να πούμε πολλά, αλλά θα είμαστε σε τέλεια αγνωσία.
Άδειος
από όλες τις γνώσεις, ο άνθρωπος ενώνεται στο υψηλότερο μέρος του εαυτού του,
όχι με κάποιο δημιούργημα, ούτε με τον εαυτό του, ούτε με κανέναν άλλο, αλλά με
τον Ένα που είναι τελείως ακατάληπτος και μη ξέροντας τίποτε, γνωρίζει με έναν
τρόπο που ξεπερνάει την κατανόηση"
(Άγ.
Διονύσιος ο Αεροπαγίτης).
"Η μορφή του Θεού είναι άφατη και απερίγραπτη, και δεν μπορεί να θεαθεί με τα μάτια της σάρκας. Είναι απεριχώρητος στην δόξα, ακατανόητος στην μεγαλειότητα, ασύλληπτος στην επιβλητικότητα, ασύγκριτος στην δύναμη, απρόσιτος στην σοφία, αμίμητος στην αγάπη, ανέκφραστος στην φιλανθρωπία.
Όπως η ψυχή μέσα στον άνθρωπο δεν φαίνεται αφού είναι αθέατη στους
ανθρώπους, αλλά ξέρουμε την ύπαρξή της από τις κινήσεις του σώματος, έτσι ο
Θεός δεν μπορεί να ιδωθεί με ανθρώπινα μάτια, αλλά βλέπεται και γνωρίζεται από
την πρόνοιά του και τα έργα του"
(Θεόφιλος
Αντιοχείας).
"Δεν
γνωρίζουμε τον Θεό στην ουσία του. Τον ξέρουμε μάλλον από το μεγαλείο της
δημιουργίας του και από την προνοητική φροντίδα του για όλα τα πλάσματα. Γιατί
μ' αυτό το μέσο, σαν να χρησιμοποιούμε καθρέφτη, αποκτούμε επίγνωση της άπειρης
καλωσύνης του, της σοφίας και της δύναμής του" (Άγ. Μάξιμος ο Ομολογητής).
"Το
πιο σημαντικό πράγμα που συμβαίνει ανάμεσα στον Θεό και την ανθρώπινη ψυχή
είναι το ν' αγαπάει και ν' αγαπιέται"
(Κάλλιστος
Καταφυγιώτης).
"Η
αγάπη για τον Θεό είναι εκστατική, και μας κάνει να βγούμε από τον εαυτό μας·
δεν επιτρέπει στον εραστή ν' ανήκει στον εαυτό του, αλλ' ανήκει μόνο στον
Αγαπημένο"
(Άγ.
Διονύσιος ο Αεροπαγίτης).
Ξέρω ότι ο Ακίνητος κατεβαίνει·
Ξέρω
ότι ο Αόρατος εμφανίζεται·
Ξέρω ότι αυτός που είναι έξω από όλη την
δημιουργία
με παίρνει μέσα του και με κρύβει στην αγκαλιά
του.
Και τότε βρίσκομαι έξω από όλο τον κόσμο.
Βλέπω τον Δημιουργό του κόσμου, ολόκληρο μέσα
σε μένα τον ίδιο·
Και ξέρω ότι δεν θα πεθάνω, γιατί είμαι μέσα στην
ζωή,
Έχω ολόκληρη την Ζωή που ξεπηδάει από μέσα μου
σαν πηγή.
Αυτός είναι στην καρδιά μου, είναι στον
ουρανό.
Κι εκεί κι εδώ μου φανερώνεται με την ίδια
δόξα.
(Άγ. Συμεών ο Νέος Θεολόγος)